http://www.facebook.com/media/set/?set=a.149000895254840.33297.127414507413479&type=1
«Μέρα
με τη μέρα αλλάζεις. Ξαφνικά, πολύ ξαφνικά για μένα. Μάλλον, νομίζεις
πως αλλάζεις. Νομίζεις πως θέλεις να γίνεις κάτι διαφορετικό από αυτό
που ήσουν ως τώρα. Κατά βάθος, μέσα σου, πολεμάς εμένα.» της είπε και
την κοίταξε με μια αλλόκοτη σιγουριά, με μια διαβολεμένη λάμψη στα
μάτια, σαν να ήξερε πως κι αυτός όριζε ένα κομμάτι μέσα της.
Η Μελτίνη τρεμόπαιξε
το βλέμμα κοιτάζοντας τον σαν χαμένη. Όλα όσα του είπε, ένιωθε πως
γίνονταν σαθρά γιατί και η ίδια μπορεί να μην τα πίστευε απόλυτα. Ένα
κομμάτι της, αυτό που όριζε ο άντρας απέναντί της, μπορεί να ήθελε όντως
να γίνει αυτό που περιέγραψε πιο πριν. Να γίνει μονάχα σάρκα και
αίσθημα, αυτό και τίποτα άλλο.
«Μπορώ να στο αποδείξω.» της είπε με ένα αγέρωχο ύφος «πολεμάς εμένα, πολεμάς αυτό που θέλεις πιο πολύ.»
Βρέθηκε πάνω της. Κι αυτή, παθητικά στην αρχή και ύστερα συνειδητά
παραδομένη, δεχόταν τα φιλιά και τα χάδια του, το ξεγύμνωμα του κορμιού
της από τα χέρια του.
Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2013
Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2013
«Εκπαιδεύοντας παρά θιν’ αλός» της Ευρυδίκης Αμανατίδου | schooltime.gr
«Εκπαιδεύοντας παρά θιν’ αλός» της Ευρυδίκης Αμανατίδου | schooltime.gr
Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου
Στην παραλία της Καλαμάτας, ήλιος, θάλασσα και «επί τόπου» κουβέντα με τον εκπαιδευτικό και συγγραφέα Φώτη Κατσιμπούρη*. Μόλις κυκλοφόρησε το νέο του βιβλίο «Ανάμεσα σε δύο αγγέλους» από τις εκδόσεις Ωκεανός.
Φώτη, τι σημαίνει για εσένα το ρήμα «εκπαιδεύω», τι το «συγγράφω» και πού συγκλίνουν αυτά τα δύο;
Με αυστηρά τεχνοκρατικά κριτήρια σημαίνει παρέχω εκπαίδευση, δηλαδή στοχευμένη καθοδήγηση και πληροφορίες μέσα από ορισμένη μεθοδολογία με σκοπό την απόκτηση γνώσεων, δεξιοτήτων και νέων ικανοτήτων που συντελούν στο φαινόμενο της μάθησης. Αυτό όμως δε ολοκληρώνει από μόνο του την καλλιέργεια της παιδείας, καθώς η εκπαίδευση είναι υποπεριεχόμενό της και η παιδεία είναι το ισόβιο ζητούμενο μιας πολλαπλής διαδικασίας που έχει να κάνει με την ολόπλευρη ανάπτυξη του ανθρώπου γνωστική, νοητική, συναισθηματική, ψυχική, πνευματική και πολιτιστική. Σε αυτά τα τέσσερα τελευταία σημεία συγκλίνει το «εκπαιδεύω» (και εκπαιδεύομαι-παιδεύομαι καθώς εκπαιδεύω) με το «συγγράφω». Η συγγραφή είναι μια αυθόρμητη και ακούσια διαδικασία συμβολής στην παιδεία, τόσο εκείνων που αποδέχονται το τελικό προϊόν της, όσο και του ίδιου του συγγραφέα, αφού αναπόφευκτα επηρεάζει τουλάχιστον το συναισθηματικό και ψυχοπνευματικό κομμάτι καθενός, συγγραφέα και αναγνώστη.
Η εκπαίδευση σήμερα. Έχουν υπάρξει θεαματικές αλλαγές ώστε να είμαστε αισιόδοξοι;
Νομίζω πως η σπουδαιότερη αλλαγή, πέρα από όσες γνωρίσαμε μέσα από ενθουσιώδεις θεωρητικές προσεγγίσεις και μια κουτσή υλοποίηση εκπαιδευτικών πολιτικών τα τελευταία χρόνια, έχει να κάνει με την απάντηση στο ερώτημα αν η εκπαίδευση σήμερα, συντελεί δυναμικά και καθοριστικά στην καλλιέργεια της παιδείας σε προσωπικό, συλλογικό και κοινωνικό επίπεδο. Θεωρώ πως απέχουμε από αυτό το επιθυμητό σημείο, όπου θα μπορούμε να μιλάμε για εκπαίδευση που δημιουργεί ανθρώπους με παιδεία, δηλαδή, στην τελική αποτίμηση αυτής της έννοιας, ανθρώπους με βαθιά κοινωνική συνείδηση, σκεπτόμενους, ανήσυχους, ενεργούς και συνάμα ανθρώπους του μέτρου.
Ποια είναι η σχέση σου με τους μαθητές σου; Πιστεύεις ότι το να έχει μεγαλώσει κάποιος δικά του παιδιά, του δίνει έναν πόντο παραπάνω ως προς το να είναι καλύτερος δάσκαλος;
Όπως κάθε σχέση έχει τις διακυμάνσεις της. Νομίζω όμως πως είναι μια σχέση εμπιστοσύνης, βασισμένη στις ειλικρινείς προθέσεις μου απέναντί τους και στην αμοιβαία αποδοχή κανόνων και διακριτών ρόλων. Ο εκπαιδευτικός, όπως και ο γονιός, πρέπει να προσπαθεί να είναι φίλος των παιδιών, αλλά δεν πρέπει να ξεχάσει ποτέ ότι είναι ταυτόχρονα και τα δύο, δηλαδή και φίλος και παιδαγωγός τους, ποτέ μόνον φίλος, διότι αυτό καταργεί τους κανόνες, το πλαίσιο της σχέσης και τους διακριτούς ρόλους εις βάρος των παιδιών. Δεν πιστεύω πως ο εκπαιδευτικός που έχει γίνει γονιός είναι καλύτερος εκπαιδευτικός από κάποιον άλλον που δεν έτυχε ή δεν επέλεξε στην προσωπική του ζωή αυτή την ιδιότητα. Έχω γνωρίσει εξαιρετικούς εκπαιδευτικούς χωρίς δικά τους παιδιά. Μάλιστα έχω την εντύπωση πως ορισμένοι δίνουν όλη εκείνη την ενέργεια που θα έδιναν στα παιδιά τους στην καθημερινή σχέση τους με τα παιδιά της τάξης.
Τα παιδιά σήμερα, σε τι διαφέρουν από τη δική σου γενιά; Πόσο παιδιά έχουν παραμείνει ή μήπως έχουν μεγαλώσει νωρίς;
Είναι τα παιδιά της σύγχρονης εποχής, τα παιδιά με τις πολλαπλές από νωρίς υποχρεώσεις, τα παιδιά των βιντεοπαιχνιδιών και του ίντερνετ, αλλά κατά βάθος τα παιδιά που πάντα απορούν, όπως σε όλες τις εποχές, με τον κόσμο των μεγάλων. Δέχονται πολλές πληροφορίες από περισσότερες πηγές, περισσότερα ερεθίσματα και παραστάσεις. Ίσως να μαθαίνουν πράγματα νωρίτερα, αλλά δεν νομίζω ότι μεγαλώνουν με την έννοια ότι ωριμάζουν πνευματικά νωρίτερα. Εκεί υπάρχει μια ανισορροπία στην γνωστική ανάπτυξη και στην πνευματική ωρίμανση, μάλλον δημιουργεί σύγχυση. Σύγχυση των μελλοντικών ενηλίκων, μέσα σε έναν κόσμο ενηλίκων που βρίσκεται ήδη σε σύγχυση.
Ευαισθητοποιημένος δάσκαλος. Τι σημαίνει αυτό; Δώσε μου ένα παράδειγμα. Μαθαίνω ήδη πως στην Καλαμάτα γίνονται πολλές δράσεις, όπως αυτή της κομποστοποίησης. Συμμετέχει το σχολείο σου σε κάτι αντίστοιχο;
Ευαισθητοποιημένος δάσκαλος σημαίνει πολλαπλά ενεργός σε ό,τι έχει να κάνει με τη μάθηση, χωρίς βέβαια να ξεχνάει το βασικό αξίωμα πως ξέρει από πού ξεκινάει, πού θέλει να πάει τους μαθητές του και μέσα από ποιες δράσεις, τεχνικές και διαδικασίες θα φτάσει στον προορισμό του. Δηλαδή βαδίζει με ξεκάθαρους, σαφείς και εφικτούς στόχους και αξιολογεί στο τέλος το ποσοστό επίτευξής τους.
Στο πλαίσιο της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης οι εκπαιδευτικοί της πόλης έχουν πραγματοποιήσει με αξιοσημείωτη επιτυχία διάφορα προγράμματα. Ένα από αυτά, σαν καινοτόμος τομέας της ανακύκλωσης και της μύησης των παιδιών στην ανάγκη για προστασία του περιβάλλοντος μέσα από νέες δράσεις, είναι και η κομποστοποίηση. Είναι ένα πολύ ενδιαφέρον πρόγραμμα στο οποίο έχουν συμμετάσχει συνάδελφοι και μαθητές του σχολείου μου την περασμένη χρονιά και παλιότερα. Στην δική μου τάξη, μέσα από μια συζήτηση την ώρα των Θρησκευτικών, προέκυψε το ερώτημα για την καταγωγή του ανθρώπου, οπότε φέτος ασχολούμαστε με τη θεωρία της εξέλιξης των ειδών και των πρωτευόντων με εστίαση στην εξέλιξη του ανθρώπου από τον Αυστραλοπίθηκο στον Homo Sapiens.
Γνωρίζουν οι μαθητές σου ότι ο δάσκαλός τους είναι και συγγραφέας; Και αν ναι, πώς αντιδρούν;
Αποφεύγω να δηλώνω αυτή την ιδιότητα μου στο σχολείο. Το γνωρίζουν επειδή έτυχε να ακούσουν για κάποιο βιβλίο μου ή για κάποια παρουσίαση. Η αντίδρασή τους μπορεί να είναι θετική, ενθουσιώδης, αδιάφορη ή δηλωτική απορίας.
Πώς σε έχουν επηρεάσει οι σπουδές σου στη θεματική των μυθιστορημάτων σου; Για παράδειγμα, ο Όρκος, το προηγούμενό σου βιβλίο, έχει να κάνει με την παραλογή του «Νεκρού αδερφού».
Οι σπουδές βοηθάνε είτε σε επίπεδο αφορμών, είτε σε επίπεδο πραγματολογικών στοιχείων. Η παραλογή του Νεκρού Αδερφού υπάρχει σε κείμενα σχολικών βιβλίων και μπορείς να πεις ότι κάποια κείμενα συνιστούν για το συγγραφέα που είναι και εκπαιδευτικός μια επαναλαμβανόμενη συναισθηματική αφορμή. Το κομμάτι των σπουδών στο συγκεκριμένο βιβλίο βοήθησε στην επιλογή της εποχής για έναν αχρονολόγητο και αγεωγράφητο θρύλο και στο στήσιμο του πλαισίου του πραγματικού και μη κόσμου όπου εκτυλίχθηκε το μυθιστόρημα.
Τι πιστεύεις για την κοινωνική δικτύωση; Στο νέο σου μυθιστόρημα δύο από τους ήρωές σου οφείλουν τη γνωριμία τους στο facebook.
Η κοινωνική δικτύωση καλύπτει το κενό της δια ζώσης επικοινωνίας των ανθρώπων σε πραγματικό χώρο και χρόνο στις σύγχρονες κοινωνίες. Ωστόσο εξ ορισμού είναι μια εικονική σχέση με τον κοινωνικό περίγυρο αυτών των διαδικτυακών χώρων . Δεν είναι απαραίτητα κακή ή καλή. Η ποιότητα αυτής της σχέσης υπακούει στους κανόνες που καθορίζουν όλες τις υγιείς σχέσεις, δηλαδή αυτοσεβασμό και σεβασμό του άλλου, γνησιότητα και ειλικρίνεια. Βέβαια μέσα σε έναν εικονικό κόσμο, τον διαδικτυακό κόσμο των κοινωνικών δικτύων η γνησιότητα και η ειλικρίνεια είναι δύσκολο να ελεγχθεί. Κάπου εκεί, στην ανάγκη για μια εναλλακτική μορφή επικοινωνίας και στην αναζήτηση κάλυψης ενός συναισθηματικού κενού, εμπλέκεται και η ηρωίδα μου σε μια σχέση μέσω του facebook. Βέβαια η συνέχεια επιφυλάσσει εκπλήξεις, καθώς όπως είπαμε, η γνησιότητα και ή ειλικρίνεια του άλλου προσώπου είναι δύσκολο να ελεγχθεί.
Μένοντας στο χώρο του διαδικτύου, τι νομίζεις πως έχει αυτό να προσφέρει στην εκπαίδευση σήμερα;
Από αυτή την άποψη, η γρήγορη πρόσβαση σε πληθώρα πληροφοριών, σε εξελίξεις και νέα δεδομένα σε έναν κόσμο που διαρκώς αλλάζει, το διαδίκτυο αποτελεί χρήσιμο έως απαραίτητο εργαλείο τόσο για τον εκπαιδευτικό όσο και για το μαθητή. Αυτό βέβαια δε σημαίνει πως ό,τι βρίσκω στο διαδίκτυο είναι έγκυρο και ορθό, μπορώ όμως να κάνω ευκολότερα έρευνα, να διασταυρώσω πληροφορίες και τελικά μπορώ να το χρησιμοποιήσω ως ένα παραπληρωματικό μέσο άντλησης πληροφοριών και πρόσβασης στην καινούρια γνώση.
Ευχαριστώ πολύ τον Φώτη Κατσιμπούρη και του εύχομαι κάθε επιτυχία.
*Ο Φώτης Κατσιμπούρης γεννήθηκε και ζει στην Καλαμάτα. Σπούδασε Παιδαγωγική στην Παιδαγωγική Ακαδημία της Τρίπολης και στο Παιδαγωγικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάζεται ως εκπαιδευτικός. Είναι παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών. Στον ελεύθερο χρόνο του ασχολείται με την πόλη του και συμμετέχει σε παρουσιάσεις βιβλίων και συγγραφέων στα πλαίσια του πολιτιστικού συλλόγου «Πολιτιστικός Αντίλογος» και «Βιβλιοθήκη των Φίλων». Έχει γράψει τα μυθιστορήματα: «Ο σκιοφύλακας», εκδόσεις Διόπτρα, 2005, «Ο όρκος», εκδόσεις Ωκεανός 2011, «Ανάμεσα σε δύο αγγέλους», εκδόσεις Ωκεανός, 2012.
«Εκπαιδεύοντας παρά θιν’ αλός» της Ευρυδίκης Αμανατίδου
«Εκπαιδεύοντας παρά θιν’ αλός»Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου
Στην παραλία της Καλαμάτας, ήλιος, θάλασσα και «επί τόπου» κουβέντα με τον εκπαιδευτικό και συγγραφέα Φώτη Κατσιμπούρη*. Μόλις κυκλοφόρησε το νέο του βιβλίο «Ανάμεσα σε δύο αγγέλους» από τις εκδόσεις Ωκεανός.
Φώτη, τι σημαίνει για εσένα το ρήμα «εκπαιδεύω», τι το «συγγράφω» και πού συγκλίνουν αυτά τα δύο;
Με αυστηρά τεχνοκρατικά κριτήρια σημαίνει παρέχω εκπαίδευση, δηλαδή στοχευμένη καθοδήγηση και πληροφορίες μέσα από ορισμένη μεθοδολογία με σκοπό την απόκτηση γνώσεων, δεξιοτήτων και νέων ικανοτήτων που συντελούν στο φαινόμενο της μάθησης. Αυτό όμως δε ολοκληρώνει από μόνο του την καλλιέργεια της παιδείας, καθώς η εκπαίδευση είναι υποπεριεχόμενό της και η παιδεία είναι το ισόβιο ζητούμενο μιας πολλαπλής διαδικασίας που έχει να κάνει με την ολόπλευρη ανάπτυξη του ανθρώπου γνωστική, νοητική, συναισθηματική, ψυχική, πνευματική και πολιτιστική. Σε αυτά τα τέσσερα τελευταία σημεία συγκλίνει το «εκπαιδεύω» (και εκπαιδεύομαι-παιδεύομαι καθώς εκπαιδεύω) με το «συγγράφω». Η συγγραφή είναι μια αυθόρμητη και ακούσια διαδικασία συμβολής στην παιδεία, τόσο εκείνων που αποδέχονται το τελικό προϊόν της, όσο και του ίδιου του συγγραφέα, αφού αναπόφευκτα επηρεάζει τουλάχιστον το συναισθηματικό και ψυχοπνευματικό κομμάτι καθενός, συγγραφέα και αναγνώστη.
Η εκπαίδευση σήμερα. Έχουν υπάρξει θεαματικές αλλαγές ώστε να είμαστε αισιόδοξοι;
Νομίζω πως η σπουδαιότερη αλλαγή, πέρα από όσες γνωρίσαμε μέσα από ενθουσιώδεις θεωρητικές προσεγγίσεις και μια κουτσή υλοποίηση εκπαιδευτικών πολιτικών τα τελευταία χρόνια, έχει να κάνει με την απάντηση στο ερώτημα αν η εκπαίδευση σήμερα, συντελεί δυναμικά και καθοριστικά στην καλλιέργεια της παιδείας σε προσωπικό, συλλογικό και κοινωνικό επίπεδο. Θεωρώ πως απέχουμε από αυτό το επιθυμητό σημείο, όπου θα μπορούμε να μιλάμε για εκπαίδευση που δημιουργεί ανθρώπους με παιδεία, δηλαδή, στην τελική αποτίμηση αυτής της έννοιας, ανθρώπους με βαθιά κοινωνική συνείδηση, σκεπτόμενους, ανήσυχους, ενεργούς και συνάμα ανθρώπους του μέτρου.
Ποια είναι η σχέση σου με τους μαθητές σου; Πιστεύεις ότι το να έχει μεγαλώσει κάποιος δικά του παιδιά, του δίνει έναν πόντο παραπάνω ως προς το να είναι καλύτερος δάσκαλος;
Όπως κάθε σχέση έχει τις διακυμάνσεις της. Νομίζω όμως πως είναι μια σχέση εμπιστοσύνης, βασισμένη στις ειλικρινείς προθέσεις μου απέναντί τους και στην αμοιβαία αποδοχή κανόνων και διακριτών ρόλων. Ο εκπαιδευτικός, όπως και ο γονιός, πρέπει να προσπαθεί να είναι φίλος των παιδιών, αλλά δεν πρέπει να ξεχάσει ποτέ ότι είναι ταυτόχρονα και τα δύο, δηλαδή και φίλος και παιδαγωγός τους, ποτέ μόνον φίλος, διότι αυτό καταργεί τους κανόνες, το πλαίσιο της σχέσης και τους διακριτούς ρόλους εις βάρος των παιδιών. Δεν πιστεύω πως ο εκπαιδευτικός που έχει γίνει γονιός είναι καλύτερος εκπαιδευτικός από κάποιον άλλον που δεν έτυχε ή δεν επέλεξε στην προσωπική του ζωή αυτή την ιδιότητα. Έχω γνωρίσει εξαιρετικούς εκπαιδευτικούς χωρίς δικά τους παιδιά. Μάλιστα έχω την εντύπωση πως ορισμένοι δίνουν όλη εκείνη την ενέργεια που θα έδιναν στα παιδιά τους στην καθημερινή σχέση τους με τα παιδιά της τάξης.
Τα παιδιά σήμερα, σε τι διαφέρουν από τη δική σου γενιά; Πόσο παιδιά έχουν παραμείνει ή μήπως έχουν μεγαλώσει νωρίς;
Είναι τα παιδιά της σύγχρονης εποχής, τα παιδιά με τις πολλαπλές από νωρίς υποχρεώσεις, τα παιδιά των βιντεοπαιχνιδιών και του ίντερνετ, αλλά κατά βάθος τα παιδιά που πάντα απορούν, όπως σε όλες τις εποχές, με τον κόσμο των μεγάλων. Δέχονται πολλές πληροφορίες από περισσότερες πηγές, περισσότερα ερεθίσματα και παραστάσεις. Ίσως να μαθαίνουν πράγματα νωρίτερα, αλλά δεν νομίζω ότι μεγαλώνουν με την έννοια ότι ωριμάζουν πνευματικά νωρίτερα. Εκεί υπάρχει μια ανισορροπία στην γνωστική ανάπτυξη και στην πνευματική ωρίμανση, μάλλον δημιουργεί σύγχυση. Σύγχυση των μελλοντικών ενηλίκων, μέσα σε έναν κόσμο ενηλίκων που βρίσκεται ήδη σε σύγχυση.
Ευαισθητοποιημένος δάσκαλος. Τι σημαίνει αυτό; Δώσε μου ένα παράδειγμα. Μαθαίνω ήδη πως στην Καλαμάτα γίνονται πολλές δράσεις, όπως αυτή της κομποστοποίησης. Συμμετέχει το σχολείο σου σε κάτι αντίστοιχο;
Ευαισθητοποιημένος δάσκαλος σημαίνει πολλαπλά ενεργός σε ό,τι έχει να κάνει με τη μάθηση, χωρίς βέβαια να ξεχνάει το βασικό αξίωμα πως ξέρει από πού ξεκινάει, πού θέλει να πάει τους μαθητές του και μέσα από ποιες δράσεις, τεχνικές και διαδικασίες θα φτάσει στον προορισμό του. Δηλαδή βαδίζει με ξεκάθαρους, σαφείς και εφικτούς στόχους και αξιολογεί στο τέλος το ποσοστό επίτευξής τους.
Στο πλαίσιο της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης οι εκπαιδευτικοί της πόλης έχουν πραγματοποιήσει με αξιοσημείωτη επιτυχία διάφορα προγράμματα. Ένα από αυτά, σαν καινοτόμος τομέας της ανακύκλωσης και της μύησης των παιδιών στην ανάγκη για προστασία του περιβάλλοντος μέσα από νέες δράσεις, είναι και η κομποστοποίηση. Είναι ένα πολύ ενδιαφέρον πρόγραμμα στο οποίο έχουν συμμετάσχει συνάδελφοι και μαθητές του σχολείου μου την περασμένη χρονιά και παλιότερα. Στην δική μου τάξη, μέσα από μια συζήτηση την ώρα των Θρησκευτικών, προέκυψε το ερώτημα για την καταγωγή του ανθρώπου, οπότε φέτος ασχολούμαστε με τη θεωρία της εξέλιξης των ειδών και των πρωτευόντων με εστίαση στην εξέλιξη του ανθρώπου από τον Αυστραλοπίθηκο στον Homo Sapiens.
Γνωρίζουν οι μαθητές σου ότι ο δάσκαλός τους είναι και συγγραφέας; Και αν ναι, πώς αντιδρούν;
Αποφεύγω να δηλώνω αυτή την ιδιότητα μου στο σχολείο. Το γνωρίζουν επειδή έτυχε να ακούσουν για κάποιο βιβλίο μου ή για κάποια παρουσίαση. Η αντίδρασή τους μπορεί να είναι θετική, ενθουσιώδης, αδιάφορη ή δηλωτική απορίας.
Πώς σε έχουν επηρεάσει οι σπουδές σου στη θεματική των μυθιστορημάτων σου; Για παράδειγμα, ο Όρκος, το προηγούμενό σου βιβλίο, έχει να κάνει με την παραλογή του «Νεκρού αδερφού».
Οι σπουδές βοηθάνε είτε σε επίπεδο αφορμών, είτε σε επίπεδο πραγματολογικών στοιχείων. Η παραλογή του Νεκρού Αδερφού υπάρχει σε κείμενα σχολικών βιβλίων και μπορείς να πεις ότι κάποια κείμενα συνιστούν για το συγγραφέα που είναι και εκπαιδευτικός μια επαναλαμβανόμενη συναισθηματική αφορμή. Το κομμάτι των σπουδών στο συγκεκριμένο βιβλίο βοήθησε στην επιλογή της εποχής για έναν αχρονολόγητο και αγεωγράφητο θρύλο και στο στήσιμο του πλαισίου του πραγματικού και μη κόσμου όπου εκτυλίχθηκε το μυθιστόρημα.
Τι πιστεύεις για την κοινωνική δικτύωση; Στο νέο σου μυθιστόρημα δύο από τους ήρωές σου οφείλουν τη γνωριμία τους στο facebook.
Η κοινωνική δικτύωση καλύπτει το κενό της δια ζώσης επικοινωνίας των ανθρώπων σε πραγματικό χώρο και χρόνο στις σύγχρονες κοινωνίες. Ωστόσο εξ ορισμού είναι μια εικονική σχέση με τον κοινωνικό περίγυρο αυτών των διαδικτυακών χώρων . Δεν είναι απαραίτητα κακή ή καλή. Η ποιότητα αυτής της σχέσης υπακούει στους κανόνες που καθορίζουν όλες τις υγιείς σχέσεις, δηλαδή αυτοσεβασμό και σεβασμό του άλλου, γνησιότητα και ειλικρίνεια. Βέβαια μέσα σε έναν εικονικό κόσμο, τον διαδικτυακό κόσμο των κοινωνικών δικτύων η γνησιότητα και η ειλικρίνεια είναι δύσκολο να ελεγχθεί. Κάπου εκεί, στην ανάγκη για μια εναλλακτική μορφή επικοινωνίας και στην αναζήτηση κάλυψης ενός συναισθηματικού κενού, εμπλέκεται και η ηρωίδα μου σε μια σχέση μέσω του facebook. Βέβαια η συνέχεια επιφυλάσσει εκπλήξεις, καθώς όπως είπαμε, η γνησιότητα και ή ειλικρίνεια του άλλου προσώπου είναι δύσκολο να ελεγχθεί.
Μένοντας στο χώρο του διαδικτύου, τι νομίζεις πως έχει αυτό να προσφέρει στην εκπαίδευση σήμερα;
Από αυτή την άποψη, η γρήγορη πρόσβαση σε πληθώρα πληροφοριών, σε εξελίξεις και νέα δεδομένα σε έναν κόσμο που διαρκώς αλλάζει, το διαδίκτυο αποτελεί χρήσιμο έως απαραίτητο εργαλείο τόσο για τον εκπαιδευτικό όσο και για το μαθητή. Αυτό βέβαια δε σημαίνει πως ό,τι βρίσκω στο διαδίκτυο είναι έγκυρο και ορθό, μπορώ όμως να κάνω ευκολότερα έρευνα, να διασταυρώσω πληροφορίες και τελικά μπορώ να το χρησιμοποιήσω ως ένα παραπληρωματικό μέσο άντλησης πληροφοριών και πρόσβασης στην καινούρια γνώση.
Ευχαριστώ πολύ τον Φώτη Κατσιμπούρη και του εύχομαι κάθε επιτυχία.
*Ο Φώτης Κατσιμπούρης γεννήθηκε και ζει στην Καλαμάτα. Σπούδασε Παιδαγωγική στην Παιδαγωγική Ακαδημία της Τρίπολης και στο Παιδαγωγικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάζεται ως εκπαιδευτικός. Είναι παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών. Στον ελεύθερο χρόνο του ασχολείται με την πόλη του και συμμετέχει σε παρουσιάσεις βιβλίων και συγγραφέων στα πλαίσια του πολιτιστικού συλλόγου «Πολιτιστικός Αντίλογος» και «Βιβλιοθήκη των Φίλων». Έχει γράψει τα μυθιστορήματα: «Ο σκιοφύλακας», εκδόσεις Διόπτρα, 2005, «Ο όρκος», εκδόσεις Ωκεανός 2011, «Ανάμεσα σε δύο αγγέλους», εκδόσεις Ωκεανός, 2012.
Το άρθρο της κ. Ευρυδίκης Αμανατίδου διατίθεται με άδεια Creative Commons (Αναφορά δημιουργού-ιστοχώρου δημοσίευσης-άδειας διανομής, παροχή ενεργού συνδέσμου στο αρχικό άρθρο, μη εμπορική χρήση, όχι παράγωγα έργα). Άρθρα της συγγραφέως θα βρίσκετε στη στήλη μας «Επί Τόπου», της Ευρυδίκης Αμανατίδου.
Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2013
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΜΟΥ: "Ο ΣΚΙΟΦΥΛΑΚΑΣ","Ο ΟΡΚΟΣ","ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΔΥΟ ΑΓΓΕΛΟΥΣ"
http://www.facebook.com/media/set/?set=a.104340786316705.9045.100002223527422&type=1
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΜΟΥ: "Ο ΣΚΙΟΦΥΛΑΚΑΣ","Ο ΟΡΚΟΣ","ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΔΥΟ ΑΓΓΕΛΟΥΣ"
ΤΑΣΟΣ ΑΓΓΕΛΙΔΗΣ ΓΚΕΝΤΖΟΣ:
http://tasosaggelidisgentzos.blogspot.gr/2012/12/blog-post_31.html
Ο τελευταίος απολογισμός.
Posted by ΤΑΣΟΣ ΑΓΓΕΛΙΔΗΣ ΓΚΕΝΤΖΟΣ on 3:08 π.μ.
| Leave a comment
Η λέξη τελευταίος... δε μου πολυαρέσει!
Το
τελευταίο τσιγάρο μου πριν από περίπου
ένα χρόνο... δε
το θυμάμαι!
το θυμάμαι!
Και
πάντα πίστευα πως θα το θυμάμαι...
Τελευταίος
μαθητής δεν υπήρξα ποτέ!
Τη
τελευταία φορά που την πάτησα... δε θέλω
να τη θυμάμαι!
Είμαι
κι εγώ ένας από αυτούς τους “φοβερούς”
τύπους που
όταν τους ρωτάς για τα ελαττώματά τους σου λένε στα
σίγουρα... τα δύο παρακάτω;
όταν τους ρωτάς για τα ελαττώματά τους σου λένε στα
σίγουρα... τα δύο παρακάτω;
“Είμαι
ευκολόπιστος...”
“Είμαι
τελειομανής!”
Ευτυχώς
που δεν είμαι το ένα... και δοξάζω το Θεό
που δε
θέλω με τίποτε να γίνω το άλλο!
θέλω με τίποτε να γίνω το άλλο!
Και
συνεχίζω...
Τα
τελευταία λόγια των ανθρώπων που έφυγαν
από κοντά
μου δεν τα θυμάμαι... ίσως γιατί δεν ήταν τα πιο σημαντικά!
μου δεν τα θυμάμαι... ίσως γιατί δεν ήταν τα πιο σημαντικά!
Μου
αρέσει όμως πολύ το τέλος, αφού αν δεν
υπάρξει τέλος,
δε θα υπάρξει και αρχή...
δε θα υπάρξει και αρχή...
Είμαι
για δέσιμο!
Μου
αρέσει το τέλος και δε μου αρέσει το
τελευταίος!
Θα
μπορούσα να το αναλύσω, αυτά όμως τα
έγραψα... και
κάποιοι τα διαβάσατε...
κάποιοι τα διαβάσατε...
Περί
απολογισμών λοιπόν ο λόγος!
Να
τους πραγματώσουμε παίδες και τους
προσωπικούς μας
απολογισμούς τούτες τις τελευταίες ώρες του χρόνου, τη
στιγμή που ακόμα μια πληθωρική χρονιά έρχεται με φόρα
κατά πάνω μας και το πλέον σίγουρο είναι πως η αφεντιά της
θα αράξει επί μακρόν πάνω στις ανθεκτικές πλάτες μας.
απολογισμούς τούτες τις τελευταίες ώρες του χρόνου, τη
στιγμή που ακόμα μια πληθωρική χρονιά έρχεται με φόρα
κατά πάνω μας και το πλέον σίγουρο είναι πως η αφεντιά της
θα αράξει επί μακρόν πάνω στις ανθεκτικές πλάτες μας.
Το
2013 έρχεται...
Κανείς
δε μπορεί να το σταματήσει!
Κι
εγώ - ο ουσιαστικά και φαινομενικά
ανόητος, - αισιόδοξος
από τη φύση μου, πιστεύω πως τα πράγματα θα πάνε καλά
για μας και για την πατρίδα μας...
από τη φύση μου, πιστεύω πως τα πράγματα θα πάνε καλά
για μας και για την πατρίδα μας...
Δεν
είναι κακό ο καθένας από εμάς να προσπαθεί
- με τις
προσωπικές του δυνάμεις, με το μυαλό που διαθέτει και με τις
εμπειρίες που του έλαχαν - να κατανοήσει μερικώς κάποια
βασικά πράγματα για τον εαυτό του, ούτε είναι κακό να
θελήσει να βελτιώσει το παρόν του παρόντος του!
προσωπικές του δυνάμεις, με το μυαλό που διαθέτει και με τις
εμπειρίες που του έλαχαν - να κατανοήσει μερικώς κάποια
βασικά πράγματα για τον εαυτό του, ούτε είναι κακό να
θελήσει να βελτιώσει το παρόν του παρόντος του!
Προσπάθειες
λοιπόν...
Το
2012 μας κουνά με νόημα άσπρα και μαύρα
μαντίλια... και
μας αποχαιρετά...
μας αποχαιρετά...
Τα
άσπρα μαντίλια είναι της μια χρήσης...
Τρέχω
από πίσω του με το καλάθι των αχρήστων
και μαζεύω
τα πεταμένα... για να τα μεταμορφώσω κάποτε σε λόγο!
τα πεταμένα... για να τα μεταμορφώσω κάποτε σε λόγο!
Τι
συνέβη άραγε στον καθένα μας, τι ακριβώς
σκέφτηκε, τι
ουσιαστικό, πρωτόγνωρο ή δημιουργικό βίωσε τη χρονιά που
σε λίγο θα κλειδώσουμε στα δωμάτια του παρελθόντος μας,
που διαφοροποιήθηκε από τους υπόλοιπους θνητούς και σε
τι, με ποιο τρόπο κατάφερε τελικά να ξεπεράσει τα ακάνθινα
εμπόδια μέσα σε αυτή τη χρονιά... μόνο αυτός και η ματωμένη
συνείδησή του θα το γνωρίζει.
ουσιαστικό, πρωτόγνωρο ή δημιουργικό βίωσε τη χρονιά που
σε λίγο θα κλειδώσουμε στα δωμάτια του παρελθόντος μας,
που διαφοροποιήθηκε από τους υπόλοιπους θνητούς και σε
τι, με ποιο τρόπο κατάφερε τελικά να ξεπεράσει τα ακάνθινα
εμπόδια μέσα σε αυτή τη χρονιά... μόνο αυτός και η ματωμένη
συνείδησή του θα το γνωρίζει.
Την
ταλαιπωρούμε πολύ τη συνείδησή μας
τούτες τις
δύσκολες ώρες!
δύσκολες ώρες!
Άλλοι
παντρευτήκατε μέσα στο δίσεκτο 2012, άλλοι
πάλι χωρίσατε
άλλοι ερωτευτήκατε...
άλλοι ερωτευτήκατε...
Έρωτας
με ανταπόκριση...
Έρωτας
χωρίς ανταπόκριση!
Έρωτας
με σήμερα...
Έρωτας
με σήμερα και αύριο...
Έρωτας
χωρίς σήμερα και χωρίς αύριο!
Όλα
κατανοητά, όλα αποδεκτά!
Κι
οι λογαριασμοί του σπιτιού και του
εξοχικού απλήρωτοι!
Κι
οι κοινωνικές διακρίσεις ακόμα πιο
έντονες...
Αυτό
με κάνει να χάνω τη λογική μου!
Κι
η υποκρισία των περισσοτέρων να έχει
κάθε βράδυ την
τιμητική της!
τιμητική της!
Και
τα κοπλιμέντα της ομάδας να παίρνουν
και να δίνουν...
Το
2012 δεν ήθελα και – σε συνεννόηση πάντα
με την
εκδότριά μου - δεν έβγαλα κάποιο καινούργιο μυθιστόρημα.
εκδότριά μου - δεν έβγαλα κάποιο καινούργιο μυθιστόρημα.
Ήθελα
να χαρώ αυτό που έβγαλα το 2011!
Να
το διαβάσουν πολλοί και να αισθανθούν
όλα εκείνα τα
συναισθήματα που αισθάνθηκα εγώ...
συναισθήματα που αισθάνθηκα εγώ...
Ευχαριστώ
από καρδιάς όλους τους αναγνώστες των
“Ψυχών” μου!
Εσείς
με ξέρετε περισσότερο...
Θα
βγάλω λοιπόν για όλους εσάς το 2013 ένα
μυθιστόρημα
που θα μιλά για τη γυναικεία εκδίκηση...
που θα μιλά για τη γυναικεία εκδίκηση...
Θα
με ρωτήσετε...
Είναι
η εκδίκηση “προνόμιο” των γυναικών;
Η
εκδίκηση... είναι ένα συναίσθημα των
αδυνάτων...
Δεν
έγραψα τόσο όσο θα ήθελα μέσα στο 2012,
σίγουρα δεν
έκανα όλα αυτά που θα ήθελα...
έκανα όλα αυτά που θα ήθελα...
Ποιος
τα έκανε άλλωστε...
Καλή
μας χρονιά!
Ανν Λου: Ο χρόνος που μετράει
http://ann-lou.blogspot.gr/2013/02/blog-post_2.html?spref=bl
Ανν Λου: Ο χρόνος που μετράει:
Μπορούμε να ζούμε με δυό τρόπους. Να ζούμε πέντε λεπτά και να χρειαζόμαστε μια μέρα μετά για να τα περιγράψουμε ή να ζούμε μια μέ...
Ανν Λου: Ο χρόνος που μετράει:
Μπορούμε να ζούμε με δυό τρόπους. Να ζούμε πέντε λεπτά και να χρειαζόμαστε μια μέρα μετά για να τα περιγράψουμε ή να ζούμε μια μέ...
Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2013
ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΔΥΟ ΑΓΓΕΛΟΥΣ (Εκδ. Ωκεανός)
Μετά από δύο ώρες πετάχτηκε όρθιος, σχεδόν τρομαγμένος.
Πότε πριν δεν είχε ξαναγίνει. Η Μελτίνη είχε μπει στο όνειρό του. Μια εκδοχή
της Μελτίνης αρκετά ευδιάκριτη, περίπου όπως την θυμόταν από το περασμένο
απόγευμα κι όπως την αποθέωνε μες στο όνειρο η δική του φαντασία που με έκπληξή
του διαπίστωνε ότι τη φιλοξενούσε, ανεξάρτητα από τις συνειδητές του προθέσεις,
με έναν πολύ στοργικό τρόπο. Όντως πρωτόγνωρο, αφού τέτοια τιμή το υποσυνείδητό
του δεν την είχε κάνει ποτέ πριν σε καμιά άλλη.
Η εικοσιπεντάχρονη καλλονή είχε φύγει. Ίσως
τελικά ήταν λάθος αυτή η περιπέτεια της μιας βραδιάς που ακολούθησε μετά τη
συνάντηση του με τη Μελτίνη. Ήταν
ολομόναχος στο σπίτι κι αυτή την φορά η μοναξιά του έμοιαζε πρωτόγνωρη,
διαφορετική, θλιμμένη και συνάμα εξαγνιστική, ήθελε να πιστεύει.
ΙΟΥΛΙΑ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ:
http://city-mag.weebly.com/7/post/2013/01/10.html#.UQvyLVmGwj0.facebook
Ένα διαφορετικό καλοκαίρι με τον παππού Λορέντζο - «Εκκρεμείς καρδιές»
Άλλη μία παραδόξως θυελλώδης μέρα για Ιούλιο μήνα κρατούσε τον παππού Λορέντζο και το Θωμά κλεισμένους στο σπίτι. Από το πρωί μόνο στο μπαλκόνι βγήκε για λίγο ο μικρός Θωμάς, ακούγοντας τη θάλασσα από μακριά έξαλλη να τα έχει βάλει με όλους και με όλα. Όταν ήταν κακοδιάθετη, προτιμούσε να μην την επισκέπτεται, γιατί γινόταν δυσάρεστη και δύστροπη. Ενίοτε και απειλητική.
«Όποτε τη βλέπεις έτσι να μην την πλησιάζεις ποτέ» έλεγε ο παππούς. «Άσε να της περάσει πρώτα και μετά. Δεν ξέρεις στη μανία της πόσους έχει κρατήσει σαν ζαχαρωτά παρηγοριάς για τις καταθλιπτικές της κρίσεις».
Ακόμα και στη θάλασσα συμβαίνει η κατάθλιψη λοιπόν; Πάντα τον έβαζαν σε σκέψεις τα λόγια του παππού Λορέντζο. Φοβόταν κιόλας όμως ο Θωμάς με τις διηγήσεις τρόμου από τα ταξίδια του στους ωκεανούς, τις ερήμους και τις ζούγκλες, και χωρίς δεύτερη κουβέντα, τρεις μέρες τώρα στο κύμα κακοκαιρίας, έπαιζαν επιτραπέζιο, άκουγε και ωραίες ‒ευτυχώς!‒ ιστορίες, και τέλος πείραζε τη Σμαραγδένια. Όταν την έβρισκε, καθώς εκείνη φοβόταν πιο πολύ με τα αστραπόβροντα και γινόταν καπνός! Αυτή, βέβαια, ήταν η γάτα του παππού με τα τεράστια καταπράσινα μάτια και το πληθωρικό πορτοκαλί τρίχωμα. Ήταν πράγματι αθάνατη, επιβεβαιώνοντας την εφτάψυχη ιδιότητά της, παρότι δεν την έλεγαν Αθανασία. Και όχι γιατί πρόσεχε από φόβο, αλλά γιατί όντως είχε γλιτώσει από φορτηγά, αγριόσκυλα και την «επιδημία φόλας», έτσι την έλεγε ο παππούς, που πριν κάποια χρόνια ξεπάστρεψε σχεδόν όλες τις γάτες και τα πουλιά της περιοχής. Στην μπροστινή αυλή, επίσης, με τα λουλούδια ή στην πίσω με το μποστάνι, προφυλαγμένο τώρα, δεν μπορούσε να σταθεί με τόσο αέρα, και έτσι η μόνη του επαφή με τον έξω κόσμο ήταν οι απέναντι.
Έβλεπε το μίνι σκύλο τους να γαβγίζει άγρια με την ασύμμετρα στεντόρεια φωνή του κάθε που ο Θωμάς ξεμυτούσε πίσω από την κουρτίνα. Σαν να έπαιζαν το παιχνίδι βγαίνεις-γαβγίζω, υπήρχε τέλειος συγχρονισμός. Και, όταν πλησίαζε χωρίς να βγαίνει, τον άκουγε να κλαψουρίζει, γιατί έχανε την ευκαιρία να γαβγίσει λίγο ακόμα. Υπό άλλες συνθήκες τον τρόμαζε με τα καμώματά του και τις ξαφνικές αγριοφωνάρες του, αλλά τώρα είχαν βρει παρηγοριά στη βαρεμάρα τους και οι δύο. Πίσω στο σπίτι είχε την Κατερίνα. Μία πιτσιρίκα στην απέναντι πολυκατοικία, που έμενε στον πρώτο, ενώ εκείνος στο δεύτερο, και έπαιζαν με την αόρατη μπάλα του. Της την πετούσε και την κατηύθυνε πού να τη βρει, για να την πιάσει και να του την πετάξει πίσω. Μερικές φορές την παίδευε λίγο παραπάνω από το κανονικό, εφόσον δεν την είχε πετάξει ακόμα, και την έστελνε δεξιά και αριστερά στο μπαλκόνι της, για να τη βλέπει να τρέχει. Του άρεσε να τη βλέπει να τρέχει. Εκείνη, αντίθετα, ούτε μία φορά δεν είχε διανοηθεί να την κρατήσει χωρίς να την πετάξει αμέσως πίσω. Ήταν γλυκιά η Κατερίνα, με ξανθό κοντό μαλλάκι, αδυνατούλα, με μάτια πρασινομελιά και σπιρτόζικα, δεν του είχε πει ποτέ όχι. Μπορεί να την παντρευόταν όταν θα μεγάλωνε και γινόταν σπουδαίος άντρας. Αλλά δε θα της αποκάλυπτε ποτέ την αλήθεια για το αθώο παιχνίδι της προσποίησης. Ίδρωσαν τα χέρια του σε αυτές τις σκέψεις. Καλύτερα να αναστατώνεται με τέτοιες παρά με άλλες. Τις κρατούσε για τον εαυτό του άλλωστε.
«Μην τον ερεθίζεις και εσύ. Αφού ξέρεις ότι είναι νευρικός» του είπε ήρεμα και σταθερά ο παππούς για πολλοστή φορά. «Έλα να παίξουμε μία τελευταία παρτίδα και μετά θα πας για ύπνο. Θα δεις που αύριο θα ’χει καλό καιρό να πάμε και για μπάνιο. Ξέσπασε ό,τι ήταν».
Ο παππούς Λορέντζο καθόταν σε μία κουνιστή καρέκλα με περίτεχνους ξύλινους τορνευτούς έλικες αντί για πόδια και με πλάτη διακοσμημένη σε σχήμα λύρας με μικρές ψηφίδες από φίλντισι. Ακόμα και αυτά μπορούσαν να λειτουργήσουν ως παιχνίδι τώρα για το Θωμά, το να παρατηρεί το θαυμαστό κόσμο του παππού. Το σπίτι του ήταν σαν παράξενος πύργος. Το είχε φτιάξει με τα χέρια του. Δέκα χρόνια τού πήρε η κατασκευή. Όταν παντρεύτηκε η μαμά του Θωμά, μικρή, και πέθανε η γιαγιά, νέα σχετικά, εκείνος συνέχισε τα περιηγητικά ταξίδια του και σε κάθε επιστροφή πρόσθετε νέα υλικά. Ο συνδυασμός τους κατέληξε σε ένα πολύχρωμο κτίσμα με γήινες αποχρώσεις, που στο Θωμά φαινόταν σαν να είχε πεταχτεί από βιβλίο ή σαν να είχε κατέβει από τον ουρανό. Οι τοίχοι μέσα ήταν καλυμμένοι με φωτογραφίες και πίνακες μικρούς και μεγάλους, φιλοτεχνημένοι οι πιο πολλοί από τον ίδιο, με κορνίζα φτιαγμένη συνήθως από τα κοχύλια του. Για τη ζωγραφική του καταδεχόταν να θυσιάσει μέρος της συλλογής του.
Είχε συγκεντρώσει όλα τα έπιπλα από παλαιοπωλεία και το καθένα αποτελούσε ένα κομμάτι μιας άτυπης συλλογής που ο παππούς χρησιμοποιούσε κανονικά στην καθημερινότητά του. Το πιο σύγχρονο έπιπλο στο σπίτι ήταν του μεσοπολέμου. Επρόκειτο για ένα πολυέπιπλο εισόδου, με ενιαία ξύλινη πλάτη στυλωμένη στον τοίχο, έναν καθρέφτη αριστερά στο ύψος του μπούστου, για να κοιτάζεται όποιος βγάζει το πανωφόρι του, και ένα μικρό συρτάρι στο ύψος των χεριών, όπου ο παππούς έβαζε τα κλειδιά και άλλα μικροαντικείμενα πρώτης ανάγκης. Δεξιά κάτω αναπτυσσόταν οριζοντίως ένας χώρος για τις ομπρέλες, που στερεώνονταν σε μία εσοχή στην ενιαία με την πλάτη ξύλινη βάση του επίπλου, ενώ πάνω κρεμούσε κανείς το παλτό του σε μία εξίσου οριζόντια αναπτυγμένη μεταλλική μπάρα με διάσπαρτους στερεωμένους γάντζους.
Ο Θωμάς κάθισε και αυτός, απέναντι από τον παππού. Μεταξύ τους δέσποζε το καλογυαλισμένο τραπεζάκι παιχνιδιού, αντίκα περασμένου αιώνα, που μπορούσε να μεταβληθεί, αποκτώντας πολλές λειτουργίες για εξοικονόμηση χώρου. Δεξιά και αριστερά υπήρχαν συρταράκια για τα πούλια των αντιπάλων, και, φυσικά, το εν λόγω παιχνίδι δεν ήταν άλλο από το σκάκι. Ο παππούς το διαφύλαττε ως κόρην οφθαλμού, εφόσον ήταν το αγαπημένο του, και δεν υπήρχε περίπτωση να το μαζέψει, να το παραγκωνίσει ή να το μετατρέψει σε ό,τι άλλο κλείνοντάς το. Η συμφωνία, όμως, παρέμενε πάντα συμφωνία. Κάθε μέρα πρώτα έπαιζαν μία παρτίδα σκάκι, γιατί η στρατηγική στη ζωή είναι το κλειδί για να ανοίγουν πόρτες, έλεγε ο παππούς. Τι πόρτες ήταν αυτές μάλλον θα έπαιρνε καιρό στο Θωμά να βρει. Και μετά διάβαζαν ιστορίες ή του διηγούνταν ο παππούς κάποια φανταστική αφήγηση, επινοημένες τις νόμιζε ο Θωμάς τουλάχιστον. Τις τελευταίες τρεις μέρες τα έκαναν ανάκατα, βέβαια, μένοντας τόσες ώρες κλεισμένοι μέσα και θέλοντας κάπως να γεμίσουν το χρόνο τους.
Όσο έπαιζαν σκάκι, στο μεταξύ, ο παππούς έβαζε παλιούς δίσκους κλασικής μουσικής σε ένα γραμμόφωνο-έπιπλο, που διέθετε ντουλαπάκι γεμάτο με δίσκους από κάτω και στο πλάι του μία μανιβέλα, την οποία κάθε τόσο κούρδιζε, για να μπορεί η βελόνα να γρατζουνά το δίσκο. Συχνά η μουσική ταίριαζε με τις εντάσεις του καιρού, κάνοντας υποβλητική την ατμόσφαιρα και το Θωμά να τρέμει πιο πολύ από τη γάτα. Η αλήθεια ήταν ότι ο ήχος έβγαινε καλός, παρότι δεν επρόκειτο για τελευταίας τεχνολογίας ηχεία ή σιντί πλέιερ, σαν εκείνα που είχαν στο σπίτι. Πού να τα έλεγε αυτά στο Φίλιππο, ένα συμμαθητή του στο σχολείο, σαΐνι στα κομπιούτερ και τα γκάτζετ νέας τεχνολογίας, θα γελούσε σίγουρα. Ήδη τον παίδευε με τα χοντροκομμένα του σχόλια, γιατί δεν είχε κινητό. Μόνο η Κατερίνα θα τον καταλάβαινε, που δεν τον είχε κοροϊδέψει ποτέ. Αλλά μετά θα τον βούλωνε ισχυριζόμενος ότι τα πιο πολλά γκάτζετ και κομπιούτερ θα είχαν ξεμείνει από μπαταρία, γιατί με τους κεραυνούς κοβόταν για ώρες το ρεύμα, ενώ το γραμμόφωνο και τα κεριά συνέχιζαν μια χαρά τη δουλειά τους.
«Συγκεντρώσου!» του είπε ο παππούς επαναφέροντάς τον στην τάξη από την ανεξέλεγκτη ονειροπόληση. «Ποιο είναι το πιο δυνατό πιόνι σε μια παρτίδα σκάκι;» τον ρώτησε διερευνητικά. «Για να δω τι έμαθες!»
«Ο βασιλιάς!» αποκρίθηκε σίγουρος ο Θωμάς, κορδωμένος για την ετοιμόλογη απάντησή του.
«Για το βασιλιά γίνονται όλα. Ή για το βασίλειό του, καλύτερα. Αλλά όχι!»
Σκεφτόταν ο μικρός Θωμάς, αιφνιδιασμένος και απογοητευμένος με την αστοχία του.
«Η βασίλισσα!» συνέχισε αποκαλυπτικά με τη βαθιά ζεστή φωνή του ο παππούς Λορέντζο. «Τι θα ήταν ένας βασιλιάς χωρίς τη βασίλισσά του; Όταν χάνει τη βασίλισσα είναι σαν να μένει χωρίς καρδιά. Γι’ αυτό συνήθως μετά από λίγο πεθαίνει».
Ο παππούς Λορέντζο είχε πάντα σπουδαίες εξηγήσεις για τον κόσμο, τον είχε γνωρίσει εξάλλου πιθαμή προς πιθαμή. Τον είχε φάει με το κουτάλι, όπως θα έλεγαν πολλοί, και τώρα ο Θωμάς ένιωθε την κοιλιά του να γουργουρίζει με τούτα και με κείνα που του έλεγε ο παππούς. Έτσι σιγά σιγά του άνοιξε η όρεξη, γιατί στην αρχή που πήγε εκεί δεν είχε καθόλου. Και, επειδή ο παππούς το ήξερε, φύλαγε πάντα κάτι πρόχειρο άμεσα διαθέσιμο, ώστε να εκμεταλλεύεται το αναπάντεχο άνοιγμα της όρεξης, όποτε ξεπεταγόταν σαν πυροτέχνημα καλής συγκυρίας. Έσπρωξε, λοιπόν, προς το μέρος του ένα πιάτο γεμάτο με ολικής άλεσης μπισκότα, καλυμμένα με μία ανοιχτή χαρτοπετσέτα, που άρεσαν στο Θωμά, και πήγε στην κουζίνα να του ζεστάνει λίγο γάλα στο γκαζάκι, ώστε να μην τα τρώει σκέτα.
Ο Θωμάς χάζευε και πάλι στο χώρο τα όσα συγκέντρωνε ο παππούς από τη θάλασσα. Ανάμεσα στα πολύ παλιά έπιπλα και τις φθαρμένες πλεκτές καρέκλες-αντίκα υπήρχαν αστερίες, ξύλα με διάφορα περίεργα σχήματα, βότσαλα όλων των ειδών, ταξινομημένα σε βάζα ανάλογα με το χρώμα και το σχέδιό τους, αλλού εκείνα με σχήμα σταυρού, με παράλληλες γραμμές ή με τρύπα στη μέση, κόκαλα σουπιάς, υπολείμματα από δίχτυα ψαράδων και ποικίλα αντικείμενα αφημένα στην παραλία. Άλλοι θα τα θεωρούσαν σκουπίδια, όπως τα κάθε σχήματος και χρώματος κοκαλάκια κοριτσιών, τα παιδικά πλαστικά παπουτσάκια από εκείνα που προστατεύουν τα τρυφερά ποδαράκια στα σκληρά βότσαλα, τις πιπίλες, τα μισοξεχαρβαλωμένα καπέλα, τα χαμένα μαγιό, ένα μυστήριο άδειο κλουβί με κάτοπτρα, τις διάφορες κούκλες, τα ξεχασμένα βιβλία που συνέθεταν τόσα χρόνια την ειδική βιβλιοθήκη ιστοριών παραλίας και μη, και άλλα πολλά. Ο παππούς είχε αντίθετη άποψη βέβαια και, αν εξαιρέσουμε τα βιβλία, όλα τα υπόλοιπα αποτελούσαν τη ζωντανή απόδειξη υπαρκτών ανθρώπινων ιστοριών, ή των υπολειμμάτων τους έστω, όπως συνήθιζε να τονίζει.
«Πόσο παράλογο είναι να δίνουν οι άνθρωποι ονόματα που, ουσιαστικά, δε σημαίνουν τίποτα! Γιατί να βγάλεις κάποιον Αθανασία, αφού στο τέλος πεθαίνει; Το Γρηγόρης έχει νόημα» είπε ο Θωμάς στον παππού μόλις επέστρεψε με το γάλα του.
«Οι άνθρωποι ζουν μέσα μας, Θωμά! Μερικές φορές τα νοήματα πρέπει να ψάξεις, για να τα βρεις, δεν επιπλέουν στην επιφάνεια περιμένοντάς σε πότε θα τα δεις. Χρειάζεται να βουτήξεις, και κάποιες φορές πολύ βαθιά μάλιστα».
Αυτό θα το καταλάβαινε πολύ καλά ο μικρός Θωμάς.
«Εμένα γιατί με λένε Θωμά;»
«Γιατί έλεγαν έτσι τον παππού σου, τον πατέρα του πατέρα σου».
«Θα προτιμούσα το Λορέντζο, θυμίζει ιππότη και περιπέτεια».
«Τώρα έγινε, πάει. Η μαμά σου δεν ήθελε να στεναχωρήσει τον μπαμπά σου σε αυτό. Και εμένα δε με ενδιέφερε. Έπειτα το Θωμάς σού ταιριάζει».
«Και γιατί μου ταιριάζει δηλαδή;»
«Γιατί έχεις το μικρόβιο της αμφιβολίας! Και καλά κάνεις δηλαδή. Η αμφιβολία πηγάζει από την ανάγκη της αναζήτησης, που οδηγεί στο ταξίδι της σκέψης. Μπορεί να μην απέχει τελικά πολύ από ό,τι σου θυμίζει το δικό μου όνομα. Μένει να καλλιεργήσεις και να εξευγενίσεις αυτό το στοιχείο, χωρίς να ξεχνάς την καρδιά, που ανοίγει το δίαυλο για τα μεγαλύτερα ταξίδια. Σε αυτό, βέβαια, υπάρχει μία παράμετρος που μένει να λυθεί» είπε τότε ο παππούς με αινιγματικό ύφος.
«Ποια είναι αυτή;»
«Η χώρα με τις εκκρεμείς καρδιές! Θα έπρεπε να γράψουμε μία ιστορία για αυτό το θέμα» συνέχισε αποκαλυπτικά. «Μπορείς να τη γράψεις εσύ αν θες και να μου την αφηγηθείς κάποια μέρα».
«Πρώτη φορά ακούω για αυτή!» τον κοιτούσε έκπληκτος ο Θωμάς με γουρλωμένα μάτια. «Δε θα μπορούσε να υπάρχει μία τέτοια χώρα. Μου φαίνεται απίθανο!»
«Σαφώς και υπάρχει. Είναι η χώρα που φιλοξενεί προσωρινά τις εκκρεμείς καρδιές μέχρι να ξαναβρούν τη θέση τους! Οι πιο πολλοί εδώ, αφελείς, κατά τη γνώμη μου, τις κρεμούν στα δέντρα τα Χριστούγεννα ή τις χρησιμοποιούν στη διακόσμηση του σπιτιού. Αλλά αποτελούν ψευδαίσθηση, έναν αντικατοπτρισμό. Γιατί θα εξαφανιστούν αμέσως μόλις η καθεμιά βρει τη θέση της».
«Και γίνεται συχνά αυτό που λες; Γιατί εγώ έχω δει πολλές τέτοιες κρεμασμένες σε σπίτια και σε μαγαζιά».
«Ναι, παραμένει και αυτή ως εκκρεμότητα, η αλήθεια είναι… Χμ!» έκανε ο παππούς χαϊδεύοντας σκεπτικός το παχύ κιτρινόλευκο από την πίπα μουστάκι του, όπως έκανε κάθε φορά που σκεφτόταν κάτι σοβαρά. «Μα γι’ αυτό πρέπει να γράψουμε την ιστορία. Όσοι κρεμούν τις καρδιές έχουν και οι ίδιοι μία εκκρεμότητα. Βλέπεις εσύ καμιά καρδιά εδώ μέσα κρεμασμένη;»
Κοίταξε το Θωμά, που εκείνη την ώρα κρατούσε στη χούφτα του συνοφρυωμένος το μενταγιόν του. Και δεν ήταν συνοφρυωμένος γιατί ο παππούς κατάλαβε πως δεν το φορούσε πια στο λαιμό του αλλά το κρατούσε στην τσέπη, ούτε γιατί ντρεπόταν λίγο για το κατακόκκινο χρώμα του σε σχήμα καρδιάς, θεωρώντας το κάπως κοριτσίστικο.
«Τι είναι αυτό; Για να δω!»
Ο παππούς Λορέντζο πήρε στα χέρια του το μενταγιόν, σαν να το αντίκριζε για πρώτη φορά, το άνοιξε και μέσα βρήκε… Δε βρήκε τίποτα!
«Εγώ θυμάμαι ότι είχε μία φωτογραφία εδώ με σένα και τους γονείς σου, πού είναι;» έκανε λίγο ανήσυχος, διαπιστώνοντας την απουσία.
«Την έχασα».
«Δε χάνονται έτσι οι φωτογραφίες, και μάλιστα μέσα από ένα μενταγιόν».
«Οχού!!! Την έχασα σου λέω. Δεν ξέρω πού είναι».
«Καλά, αφού το λες εσύ, μπορεί και να χάθηκε. Εδώ κάνουν φτερά οι άνθρωποι, δε θα κάνουν τα πράγματα; Ίσως εξαιτίας όλων αυτών να πρέπει εσύ να γράψεις την ιστορία».
«Ποια ιστορία;»
«Ε, δεν είπαμε; Για τις εκκρεμείς καρδιές. Θα δείξεις και στη δασκάλα, επιστρέφοντας το φθινόπωρο στο σχολείο, ότι δε χάζευες απλώς όλη την ώρα».
«Καλά, και πού να πω ότι πάνε όταν σταματούν να είναι εκκρεμείς, αν τη γράψω τελικά;»
«Χμ! Επιστρέφουν στον κάτοχό τους, φυσικά! Δεν έχεις ακούσει κανέναν να λέει “Ουφ! Πήγε η καρδιά μου στη θέση της”; Αυτό εννοούν».
«Και τι γίνεται τότε;»
«Τότε τη θέση τους παίρνει ένα φωτεινό σημείο συμπληρώνοντας το κενό, σαν να νικιέται λίγο λίγο το σκοτάδι».
«Είναι πολύ σκοτεινά εκεί, παππού;»
«Όχι πολύ. Αλλά το φως έχει δουλειά ακόμα μέχρι να διαχυθεί παντού».
«Ε, τι να γράψω μετά; Τα είπες όλα εσύ!»
Κοίταξε όλο αμφισβήτηση τον παππού Λορέντζο ο Θωμάς.
«Εγώ; Τίποτα δεν είπα! Αυτά είναι γνωστά σε όλους. Εσύ μένει να αποκαλύψεις την αθέατη πλευρά της ιστορίας».
«Δεν καταλαβαίνω γιατί οι άνθρωποι λένε ιστορίες! Μου φαίνεται χαζό. Αφού τίποτα δεν είναι αλήθεια έτσι κι αλλιώς».
«Έτσι λες; Χμ! Θωμά, μόνο όταν νιώσεις πραγματικά την ανάγκη να αφηγηθείς μία δική σου ιστορία θα καταλάβεις το γιατί».
Ο Θωμάς πήγε για ύπνο τελικά νευριασμένος και συγχυσμένος χωρίς να ξέρει το γιατί. Ο παππούς Λορέντζο, σκεφτόταν, είχε ενδιαφέρουσες απόψεις συνήθως για τον κόσμο, αλλά κάποιες τού φαίνονταν τελείως χαζές. Άκου η χώρα με τις εκκρεμείς καρδιές! Το μόνο εκκρεμές που ήξερε ήταν εκείνο του ρολογιού στο σαλόνι, που, όταν έπαιζαν σκάκι, τον ζάλιζε με το πέρα δώθε του και δεν τον άφηνε να συγκεντρωθεί. Ίσως γι’ αυτό να έχανε σε όλες τις παρτίδες, τώρα που το συλλογιζόταν!
Στ’ αλήθεια πάντως δεν είχε ιδέα πού ήταν η φωτογραφία. Μία μέρα άνοιξε το μενταγιόν, γιατί φοβήθηκε ότι άρχισε να ξεχνά τη μορφή των γονιών του, και τότε διαπίστωσε πως είχε χαθεί. Την έψαξε παντού, κάτω από το κρεβάτι, μες στα παπούτσια, στις μικρές τσέπες του λούτρινου καφέ αρκούδου του, σε κάθε γωνιά του σπιτιού, τίποτα. Η φωτογραφία είχε διά μαγείας κάνει φτερά! Όπως είπε ο παππούς, εδώ κάνουν φτερά οι άνθρωποι, και σαν να είχε ένα δίκιο σε αυτό. Τη μαμά του Αθανασία την έλεγαν, που σημαίνει εκείνη που δεν πεθαίνει, και τώρα βρισκόταν με τους δίκαιους, άκουσε να λένε στην εκκλησία εκείνο το κατάμαυρο πρωινό. Ή με τους δικαιωμένους; Ή με τους αδικημένους; Μπερδεύτηκε ξανά. Και σε εκείνον ούτε ένα τόσο δα της ίδιας του της μαμάς δεν του αναλογούσε; Μόνο εκείνη ήταν αδικημένη;
Και για τον μπαμπά Γρηγόρη, που ήταν ράκος, όλοι είχαν να πουν. Χαμηλόφωνα, όπως κάνουν συνήθως οι μεγάλοι, και όχι μόνο στις κηδείες. Εκείνον, πάλι, δεν τον πρόσεχαν, σαν να ήταν και χαζός εκτός από μικρός, στεναχωρημένος και νευριασμένος. Και έναν κόμπο στο λαιμό είχε και στο στομάχι, αλλά για αυτά κανείς δεν τον ρωτούσε. Όλο για τη μαμά έλεγαν τι καλή και ότι κακός λόγος δεν ακούστηκε ποτέ ή παράπονο από εκείνη. Και εντάξει η καλοσύνη, το παράπονο γιατί; αναρωτιόταν. Όλα τέλεια είναι, δηλαδή, για να μην έχουμε ποτέ παράπονα; Λες και η σιωπή είναι ωραίο να επικρατεί και εκτός νεκροταφείου. Νεκρόπολη την έλεγε πιο καλά ο παππούς. Όταν πήγαν, ας πούμε, με τη μαμά να πάρουν παπούτσια και το ένα ζευγάρι τον στένευε τόσο, που του ήρθε να βάλει τα κλάματα από τον πόνο, να μη μιλούσε; Να υπέμενε σαν καλό παιδί το μαρτύριο; Και πώς θα έτρεχε μετά στο προαύλιο με τους φίλους του;
Έτρεχε… φίλοι… Ο μπαμπάς Γρηγόρης, βιαστικός όπως πάντα, δεν περίμενε να ανάψει το κόκκινο, και ήρθε το μπαμ! Η μαμά διαλύθηκε, έγινε κομματάκια. Έτσι τη φανταζόταν μες τα νεύρα του, σαν να γινόταν πιο πολλές έτσι, εφόσον δεν είχε ούτε τη μία. Στην αρχή δεν είχε εικόνες, δε σκεφτόταν τίποτα. Πώς αισθάνεσαι, Θωμά; τον ρωτούσαν. Δεν αισθάνομαι τίποτα, έλεγε. Σιγά σιγά άρχισε να πυρώνει κάτι μέσα του, εκεί στο στομάχι, τα πόδια του μούδιαζαν, το μυαλό του καιγόταν με μαύρα όνειρα, λες και όλα φιλτράρονταν από παραμορφωτικό καθρέφτη. Ενώ παλιά του άρεσε να βλέπει όνειρα, σταδιακά του κόπηκαν και η όρεξη και ο ύπνος. Και στην καρδιά κενό, σαν να μην υπήρχε τίποτα εκεί. Αργότερα, όμως, την έφερνε στο μυαλό του ως ένα τεράστιο χαμόγελο που διαλυόταν σε χίλια κομμάτια και γινόταν σκόνη. Τίποτε δεν έμενε. Αέρας όλα. Πώς να νιώθει την καρδιά του μετά!
Ευτυχώς ο μπαμπάς του τουλάχιστον ήταν καλά. Όλα γρήγορα γίνονται κάτι τέτοιες στιγμές, δεν καταλαβαίνεις. Και μετά το ίδιο γρήγορα έφυγε και εκείνος. Έπαθε σοκ, έλεγαν, αλλά τη γλίτωσε με ένα κάταγμα στο χέρι. Τέτοιο σοκ, όμως, που δεν μπορούσε ούτε να αντικρίσει το Θωμά ούτε να μείνει μόνος του μαζί του. Έτσι βρέθηκε να περνά το καλοκαίρι με τον παππού κοντά στη θάλασσα. Ο ασυνήθιστος παππούς έφερνε πάντα σε αμηχανία τον μπαμπά του, που δεν ήθελε πολλές σχέσεις μαζί του, γιατί τον θεωρούσε ιδιόρρυθμο και έβλαπτε το ίματζ του στην εταιρεία, στους κύκλους του, ακόμα και στον ίδιο εκείνο το Θωμά θα ήταν κακή επιρροή. Έτσι τουλάχιστον τον είχε ακούσει να λέει στη μαμά του παλιά. Γι’ αυτό μόνο με τους συγγενείς του μπαμπά διατηρούσαν σχέσεις μέχρι τότε. Η μαμά του μάλλον ήταν όντως πολύ ήπια, όπως έλεγαν όλοι. Και τώρα που έχασε τα αυγά και τα πασχάλια ο μπαμπάς Γρηγόρης, ο Θωμάς έμενε με τον παππού, που λίγο τον είχε ζήσει, και ο μπαμπάς ποιος ξέρει; Μόνος.
Άρον άρον με μία μικρή βαλιτσούλα στο χέρι πήγε με το λεωφορείο στον παππού, καθώς ο μπαμπάς του δεν μπορούσε να οδηγήσει, μαζί με τον αρκούδο του, που έτρωγε ζούληγμα γερό στις δυσκολίες, αλλά δεν το έλεγε σε κανέναν, γιατί ντρεπόταν. Λίγο αργότερα του έστειλαν και το κρεβάτι του. Η μόνη παραχώρηση που του έγινε σε «έπιπλο». Έτσι, κοιμόταν στο τεράστιο πουφ του, που ήταν προστατευμένο γύρω γύρω με μία κουνουπιέρα κρεμασμένη από το ταβάνι, ειδική κατασκευή του παππού Λορέντζο, απωθητική για τα κουνούπια. Α, πήρε βέβαια και την αόρατη μπάλα του! Αλλά αυτή δε μετρούσε, την έπαιρνε παντού. Άλλωστε, μόνο εκείνος μπορούσε να τη δει. Στα μάτια του χρύσιζε συνδυάζοντας πολλά χρώματα μαζί, αλλά το κυρίως ατού της ήταν ότι έλαμπε στο σκοτάδι. Αυτό δεν το είχε φανερώσει σε κανέναν, ούτε στην Κατερίνα. Όταν το είπε στον παππού, όμως, του απάντησε σιβυλλικά με το χαρακτηριστικό του ύφος.
«Χμ! Πάντα χρειάζεται ένας φωτεινός φίλος δίπλα μας για τα μεγάλα σκοτάδια. Κράτα τη γερά κοντά σου. Ποτέ δεν ξέρεις πότε μπορεί να σου χρειαστεί».
Και, σκεφτόμενος αυτά, αποκοιμήθηκε ο μικρός Θωμάς. Στον ύπνο του όντως βρέθηκε στη χώρα με τις εκκρεμείς καρδιές. Ήταν αμέτρητες, όλων των χρωμάτων, και μία εσωτερική λάμψη έκαιγε στον πυρήνα τους, αναδεικνύοντας το επίχρισμά τους διαφανές. Ο ίδιος καθόταν σε μία κατακόκκινη, όπως σε αλογάκι του καρουζέλ. Ήταν όλες κρεμασμένες από κορδέλες, που η άκρη τους χανόταν ψηλά στο σκοτεινό θόλο. Έμοιαζε να τις κρατούν αόρατα χέρια και να τις ταλαντεύουν, γιατί όλες μαζικά χόρευαν αέρινα ακολουθώντας μία κυματοειδή ρυθμική κίνηση. Μπορούσε να ορκιστεί ότι άκουγε ορχηστρική μουσική μαγεμένος και υπνωτισμένος από την ηχοκινητική αρμονία. Ή μπορεί να ήταν συμπαντική μουσική, σαν να επρόκειτο για ουράνιες σφαίρες και όχι για καρδιές ανθρώπων. Τότε παραφώνησε ένας θρήνος, προερχόμενος από διαφορετική συχνότητα, ανεπαίσθητος στην αρχή. Ταξίδευε από πολύ μακριά, μόλις που τον άκουγε, φτάνοντας ίδιο παράπονο στ’ αυτιά του. Σταδιακά, όμως, η ένταση αυξανόταν, αυξανόταν, μέχρι που έγινε δόνηση εκκωφαντική, θρυμματίζοντας τις καρδιές σε απειράριθμα κομματάκια, και ο Θωμάς άρχισε να πέφτει, να πέφτει, να πέφτει, επιστρέφοντας στο ζεστό του κρεβάτι με τα νεύρα τεντωμένα σκοινιά, ενώ ο θρήνος εξακολουθούσε ακόμα να ηχεί στ’ αυτιά του.
Ένα διαφορετικό καλοκαίρι με τον παππού Λορέντζο - «Εκκρεμείς καρδιές»
Άλλη μία παραδόξως θυελλώδης μέρα για Ιούλιο μήνα κρατούσε τον παππού Λορέντζο και το Θωμά κλεισμένους στο σπίτι. Από το πρωί μόνο στο μπαλκόνι βγήκε για λίγο ο μικρός Θωμάς, ακούγοντας τη θάλασσα από μακριά έξαλλη να τα έχει βάλει με όλους και με όλα. Όταν ήταν κακοδιάθετη, προτιμούσε να μην την επισκέπτεται, γιατί γινόταν δυσάρεστη και δύστροπη. Ενίοτε και απειλητική.
«Όποτε τη βλέπεις έτσι να μην την πλησιάζεις ποτέ» έλεγε ο παππούς. «Άσε να της περάσει πρώτα και μετά. Δεν ξέρεις στη μανία της πόσους έχει κρατήσει σαν ζαχαρωτά παρηγοριάς για τις καταθλιπτικές της κρίσεις».
Ακόμα και στη θάλασσα συμβαίνει η κατάθλιψη λοιπόν; Πάντα τον έβαζαν σε σκέψεις τα λόγια του παππού Λορέντζο. Φοβόταν κιόλας όμως ο Θωμάς με τις διηγήσεις τρόμου από τα ταξίδια του στους ωκεανούς, τις ερήμους και τις ζούγκλες, και χωρίς δεύτερη κουβέντα, τρεις μέρες τώρα στο κύμα κακοκαιρίας, έπαιζαν επιτραπέζιο, άκουγε και ωραίες ‒ευτυχώς!‒ ιστορίες, και τέλος πείραζε τη Σμαραγδένια. Όταν την έβρισκε, καθώς εκείνη φοβόταν πιο πολύ με τα αστραπόβροντα και γινόταν καπνός! Αυτή, βέβαια, ήταν η γάτα του παππού με τα τεράστια καταπράσινα μάτια και το πληθωρικό πορτοκαλί τρίχωμα. Ήταν πράγματι αθάνατη, επιβεβαιώνοντας την εφτάψυχη ιδιότητά της, παρότι δεν την έλεγαν Αθανασία. Και όχι γιατί πρόσεχε από φόβο, αλλά γιατί όντως είχε γλιτώσει από φορτηγά, αγριόσκυλα και την «επιδημία φόλας», έτσι την έλεγε ο παππούς, που πριν κάποια χρόνια ξεπάστρεψε σχεδόν όλες τις γάτες και τα πουλιά της περιοχής. Στην μπροστινή αυλή, επίσης, με τα λουλούδια ή στην πίσω με το μποστάνι, προφυλαγμένο τώρα, δεν μπορούσε να σταθεί με τόσο αέρα, και έτσι η μόνη του επαφή με τον έξω κόσμο ήταν οι απέναντι.
Έβλεπε το μίνι σκύλο τους να γαβγίζει άγρια με την ασύμμετρα στεντόρεια φωνή του κάθε που ο Θωμάς ξεμυτούσε πίσω από την κουρτίνα. Σαν να έπαιζαν το παιχνίδι βγαίνεις-γαβγίζω, υπήρχε τέλειος συγχρονισμός. Και, όταν πλησίαζε χωρίς να βγαίνει, τον άκουγε να κλαψουρίζει, γιατί έχανε την ευκαιρία να γαβγίσει λίγο ακόμα. Υπό άλλες συνθήκες τον τρόμαζε με τα καμώματά του και τις ξαφνικές αγριοφωνάρες του, αλλά τώρα είχαν βρει παρηγοριά στη βαρεμάρα τους και οι δύο. Πίσω στο σπίτι είχε την Κατερίνα. Μία πιτσιρίκα στην απέναντι πολυκατοικία, που έμενε στον πρώτο, ενώ εκείνος στο δεύτερο, και έπαιζαν με την αόρατη μπάλα του. Της την πετούσε και την κατηύθυνε πού να τη βρει, για να την πιάσει και να του την πετάξει πίσω. Μερικές φορές την παίδευε λίγο παραπάνω από το κανονικό, εφόσον δεν την είχε πετάξει ακόμα, και την έστελνε δεξιά και αριστερά στο μπαλκόνι της, για να τη βλέπει να τρέχει. Του άρεσε να τη βλέπει να τρέχει. Εκείνη, αντίθετα, ούτε μία φορά δεν είχε διανοηθεί να την κρατήσει χωρίς να την πετάξει αμέσως πίσω. Ήταν γλυκιά η Κατερίνα, με ξανθό κοντό μαλλάκι, αδυνατούλα, με μάτια πρασινομελιά και σπιρτόζικα, δεν του είχε πει ποτέ όχι. Μπορεί να την παντρευόταν όταν θα μεγάλωνε και γινόταν σπουδαίος άντρας. Αλλά δε θα της αποκάλυπτε ποτέ την αλήθεια για το αθώο παιχνίδι της προσποίησης. Ίδρωσαν τα χέρια του σε αυτές τις σκέψεις. Καλύτερα να αναστατώνεται με τέτοιες παρά με άλλες. Τις κρατούσε για τον εαυτό του άλλωστε.
«Μην τον ερεθίζεις και εσύ. Αφού ξέρεις ότι είναι νευρικός» του είπε ήρεμα και σταθερά ο παππούς για πολλοστή φορά. «Έλα να παίξουμε μία τελευταία παρτίδα και μετά θα πας για ύπνο. Θα δεις που αύριο θα ’χει καλό καιρό να πάμε και για μπάνιο. Ξέσπασε ό,τι ήταν».
Ο παππούς Λορέντζο καθόταν σε μία κουνιστή καρέκλα με περίτεχνους ξύλινους τορνευτούς έλικες αντί για πόδια και με πλάτη διακοσμημένη σε σχήμα λύρας με μικρές ψηφίδες από φίλντισι. Ακόμα και αυτά μπορούσαν να λειτουργήσουν ως παιχνίδι τώρα για το Θωμά, το να παρατηρεί το θαυμαστό κόσμο του παππού. Το σπίτι του ήταν σαν παράξενος πύργος. Το είχε φτιάξει με τα χέρια του. Δέκα χρόνια τού πήρε η κατασκευή. Όταν παντρεύτηκε η μαμά του Θωμά, μικρή, και πέθανε η γιαγιά, νέα σχετικά, εκείνος συνέχισε τα περιηγητικά ταξίδια του και σε κάθε επιστροφή πρόσθετε νέα υλικά. Ο συνδυασμός τους κατέληξε σε ένα πολύχρωμο κτίσμα με γήινες αποχρώσεις, που στο Θωμά φαινόταν σαν να είχε πεταχτεί από βιβλίο ή σαν να είχε κατέβει από τον ουρανό. Οι τοίχοι μέσα ήταν καλυμμένοι με φωτογραφίες και πίνακες μικρούς και μεγάλους, φιλοτεχνημένοι οι πιο πολλοί από τον ίδιο, με κορνίζα φτιαγμένη συνήθως από τα κοχύλια του. Για τη ζωγραφική του καταδεχόταν να θυσιάσει μέρος της συλλογής του.
Είχε συγκεντρώσει όλα τα έπιπλα από παλαιοπωλεία και το καθένα αποτελούσε ένα κομμάτι μιας άτυπης συλλογής που ο παππούς χρησιμοποιούσε κανονικά στην καθημερινότητά του. Το πιο σύγχρονο έπιπλο στο σπίτι ήταν του μεσοπολέμου. Επρόκειτο για ένα πολυέπιπλο εισόδου, με ενιαία ξύλινη πλάτη στυλωμένη στον τοίχο, έναν καθρέφτη αριστερά στο ύψος του μπούστου, για να κοιτάζεται όποιος βγάζει το πανωφόρι του, και ένα μικρό συρτάρι στο ύψος των χεριών, όπου ο παππούς έβαζε τα κλειδιά και άλλα μικροαντικείμενα πρώτης ανάγκης. Δεξιά κάτω αναπτυσσόταν οριζοντίως ένας χώρος για τις ομπρέλες, που στερεώνονταν σε μία εσοχή στην ενιαία με την πλάτη ξύλινη βάση του επίπλου, ενώ πάνω κρεμούσε κανείς το παλτό του σε μία εξίσου οριζόντια αναπτυγμένη μεταλλική μπάρα με διάσπαρτους στερεωμένους γάντζους.
Ο Θωμάς κάθισε και αυτός, απέναντι από τον παππού. Μεταξύ τους δέσποζε το καλογυαλισμένο τραπεζάκι παιχνιδιού, αντίκα περασμένου αιώνα, που μπορούσε να μεταβληθεί, αποκτώντας πολλές λειτουργίες για εξοικονόμηση χώρου. Δεξιά και αριστερά υπήρχαν συρταράκια για τα πούλια των αντιπάλων, και, φυσικά, το εν λόγω παιχνίδι δεν ήταν άλλο από το σκάκι. Ο παππούς το διαφύλαττε ως κόρην οφθαλμού, εφόσον ήταν το αγαπημένο του, και δεν υπήρχε περίπτωση να το μαζέψει, να το παραγκωνίσει ή να το μετατρέψει σε ό,τι άλλο κλείνοντάς το. Η συμφωνία, όμως, παρέμενε πάντα συμφωνία. Κάθε μέρα πρώτα έπαιζαν μία παρτίδα σκάκι, γιατί η στρατηγική στη ζωή είναι το κλειδί για να ανοίγουν πόρτες, έλεγε ο παππούς. Τι πόρτες ήταν αυτές μάλλον θα έπαιρνε καιρό στο Θωμά να βρει. Και μετά διάβαζαν ιστορίες ή του διηγούνταν ο παππούς κάποια φανταστική αφήγηση, επινοημένες τις νόμιζε ο Θωμάς τουλάχιστον. Τις τελευταίες τρεις μέρες τα έκαναν ανάκατα, βέβαια, μένοντας τόσες ώρες κλεισμένοι μέσα και θέλοντας κάπως να γεμίσουν το χρόνο τους.
Όσο έπαιζαν σκάκι, στο μεταξύ, ο παππούς έβαζε παλιούς δίσκους κλασικής μουσικής σε ένα γραμμόφωνο-έπιπλο, που διέθετε ντουλαπάκι γεμάτο με δίσκους από κάτω και στο πλάι του μία μανιβέλα, την οποία κάθε τόσο κούρδιζε, για να μπορεί η βελόνα να γρατζουνά το δίσκο. Συχνά η μουσική ταίριαζε με τις εντάσεις του καιρού, κάνοντας υποβλητική την ατμόσφαιρα και το Θωμά να τρέμει πιο πολύ από τη γάτα. Η αλήθεια ήταν ότι ο ήχος έβγαινε καλός, παρότι δεν επρόκειτο για τελευταίας τεχνολογίας ηχεία ή σιντί πλέιερ, σαν εκείνα που είχαν στο σπίτι. Πού να τα έλεγε αυτά στο Φίλιππο, ένα συμμαθητή του στο σχολείο, σαΐνι στα κομπιούτερ και τα γκάτζετ νέας τεχνολογίας, θα γελούσε σίγουρα. Ήδη τον παίδευε με τα χοντροκομμένα του σχόλια, γιατί δεν είχε κινητό. Μόνο η Κατερίνα θα τον καταλάβαινε, που δεν τον είχε κοροϊδέψει ποτέ. Αλλά μετά θα τον βούλωνε ισχυριζόμενος ότι τα πιο πολλά γκάτζετ και κομπιούτερ θα είχαν ξεμείνει από μπαταρία, γιατί με τους κεραυνούς κοβόταν για ώρες το ρεύμα, ενώ το γραμμόφωνο και τα κεριά συνέχιζαν μια χαρά τη δουλειά τους.
«Συγκεντρώσου!» του είπε ο παππούς επαναφέροντάς τον στην τάξη από την ανεξέλεγκτη ονειροπόληση. «Ποιο είναι το πιο δυνατό πιόνι σε μια παρτίδα σκάκι;» τον ρώτησε διερευνητικά. «Για να δω τι έμαθες!»
«Ο βασιλιάς!» αποκρίθηκε σίγουρος ο Θωμάς, κορδωμένος για την ετοιμόλογη απάντησή του.
«Για το βασιλιά γίνονται όλα. Ή για το βασίλειό του, καλύτερα. Αλλά όχι!»
Σκεφτόταν ο μικρός Θωμάς, αιφνιδιασμένος και απογοητευμένος με την αστοχία του.
«Η βασίλισσα!» συνέχισε αποκαλυπτικά με τη βαθιά ζεστή φωνή του ο παππούς Λορέντζο. «Τι θα ήταν ένας βασιλιάς χωρίς τη βασίλισσά του; Όταν χάνει τη βασίλισσα είναι σαν να μένει χωρίς καρδιά. Γι’ αυτό συνήθως μετά από λίγο πεθαίνει».
Ο παππούς Λορέντζο είχε πάντα σπουδαίες εξηγήσεις για τον κόσμο, τον είχε γνωρίσει εξάλλου πιθαμή προς πιθαμή. Τον είχε φάει με το κουτάλι, όπως θα έλεγαν πολλοί, και τώρα ο Θωμάς ένιωθε την κοιλιά του να γουργουρίζει με τούτα και με κείνα που του έλεγε ο παππούς. Έτσι σιγά σιγά του άνοιξε η όρεξη, γιατί στην αρχή που πήγε εκεί δεν είχε καθόλου. Και, επειδή ο παππούς το ήξερε, φύλαγε πάντα κάτι πρόχειρο άμεσα διαθέσιμο, ώστε να εκμεταλλεύεται το αναπάντεχο άνοιγμα της όρεξης, όποτε ξεπεταγόταν σαν πυροτέχνημα καλής συγκυρίας. Έσπρωξε, λοιπόν, προς το μέρος του ένα πιάτο γεμάτο με ολικής άλεσης μπισκότα, καλυμμένα με μία ανοιχτή χαρτοπετσέτα, που άρεσαν στο Θωμά, και πήγε στην κουζίνα να του ζεστάνει λίγο γάλα στο γκαζάκι, ώστε να μην τα τρώει σκέτα.
Ο Θωμάς χάζευε και πάλι στο χώρο τα όσα συγκέντρωνε ο παππούς από τη θάλασσα. Ανάμεσα στα πολύ παλιά έπιπλα και τις φθαρμένες πλεκτές καρέκλες-αντίκα υπήρχαν αστερίες, ξύλα με διάφορα περίεργα σχήματα, βότσαλα όλων των ειδών, ταξινομημένα σε βάζα ανάλογα με το χρώμα και το σχέδιό τους, αλλού εκείνα με σχήμα σταυρού, με παράλληλες γραμμές ή με τρύπα στη μέση, κόκαλα σουπιάς, υπολείμματα από δίχτυα ψαράδων και ποικίλα αντικείμενα αφημένα στην παραλία. Άλλοι θα τα θεωρούσαν σκουπίδια, όπως τα κάθε σχήματος και χρώματος κοκαλάκια κοριτσιών, τα παιδικά πλαστικά παπουτσάκια από εκείνα που προστατεύουν τα τρυφερά ποδαράκια στα σκληρά βότσαλα, τις πιπίλες, τα μισοξεχαρβαλωμένα καπέλα, τα χαμένα μαγιό, ένα μυστήριο άδειο κλουβί με κάτοπτρα, τις διάφορες κούκλες, τα ξεχασμένα βιβλία που συνέθεταν τόσα χρόνια την ειδική βιβλιοθήκη ιστοριών παραλίας και μη, και άλλα πολλά. Ο παππούς είχε αντίθετη άποψη βέβαια και, αν εξαιρέσουμε τα βιβλία, όλα τα υπόλοιπα αποτελούσαν τη ζωντανή απόδειξη υπαρκτών ανθρώπινων ιστοριών, ή των υπολειμμάτων τους έστω, όπως συνήθιζε να τονίζει.
«Πόσο παράλογο είναι να δίνουν οι άνθρωποι ονόματα που, ουσιαστικά, δε σημαίνουν τίποτα! Γιατί να βγάλεις κάποιον Αθανασία, αφού στο τέλος πεθαίνει; Το Γρηγόρης έχει νόημα» είπε ο Θωμάς στον παππού μόλις επέστρεψε με το γάλα του.
«Οι άνθρωποι ζουν μέσα μας, Θωμά! Μερικές φορές τα νοήματα πρέπει να ψάξεις, για να τα βρεις, δεν επιπλέουν στην επιφάνεια περιμένοντάς σε πότε θα τα δεις. Χρειάζεται να βουτήξεις, και κάποιες φορές πολύ βαθιά μάλιστα».
Αυτό θα το καταλάβαινε πολύ καλά ο μικρός Θωμάς.
«Εμένα γιατί με λένε Θωμά;»
«Γιατί έλεγαν έτσι τον παππού σου, τον πατέρα του πατέρα σου».
«Θα προτιμούσα το Λορέντζο, θυμίζει ιππότη και περιπέτεια».
«Τώρα έγινε, πάει. Η μαμά σου δεν ήθελε να στεναχωρήσει τον μπαμπά σου σε αυτό. Και εμένα δε με ενδιέφερε. Έπειτα το Θωμάς σού ταιριάζει».
«Και γιατί μου ταιριάζει δηλαδή;»
«Γιατί έχεις το μικρόβιο της αμφιβολίας! Και καλά κάνεις δηλαδή. Η αμφιβολία πηγάζει από την ανάγκη της αναζήτησης, που οδηγεί στο ταξίδι της σκέψης. Μπορεί να μην απέχει τελικά πολύ από ό,τι σου θυμίζει το δικό μου όνομα. Μένει να καλλιεργήσεις και να εξευγενίσεις αυτό το στοιχείο, χωρίς να ξεχνάς την καρδιά, που ανοίγει το δίαυλο για τα μεγαλύτερα ταξίδια. Σε αυτό, βέβαια, υπάρχει μία παράμετρος που μένει να λυθεί» είπε τότε ο παππούς με αινιγματικό ύφος.
«Ποια είναι αυτή;»
«Η χώρα με τις εκκρεμείς καρδιές! Θα έπρεπε να γράψουμε μία ιστορία για αυτό το θέμα» συνέχισε αποκαλυπτικά. «Μπορείς να τη γράψεις εσύ αν θες και να μου την αφηγηθείς κάποια μέρα».
«Πρώτη φορά ακούω για αυτή!» τον κοιτούσε έκπληκτος ο Θωμάς με γουρλωμένα μάτια. «Δε θα μπορούσε να υπάρχει μία τέτοια χώρα. Μου φαίνεται απίθανο!»
«Σαφώς και υπάρχει. Είναι η χώρα που φιλοξενεί προσωρινά τις εκκρεμείς καρδιές μέχρι να ξαναβρούν τη θέση τους! Οι πιο πολλοί εδώ, αφελείς, κατά τη γνώμη μου, τις κρεμούν στα δέντρα τα Χριστούγεννα ή τις χρησιμοποιούν στη διακόσμηση του σπιτιού. Αλλά αποτελούν ψευδαίσθηση, έναν αντικατοπτρισμό. Γιατί θα εξαφανιστούν αμέσως μόλις η καθεμιά βρει τη θέση της».
«Και γίνεται συχνά αυτό που λες; Γιατί εγώ έχω δει πολλές τέτοιες κρεμασμένες σε σπίτια και σε μαγαζιά».
«Ναι, παραμένει και αυτή ως εκκρεμότητα, η αλήθεια είναι… Χμ!» έκανε ο παππούς χαϊδεύοντας σκεπτικός το παχύ κιτρινόλευκο από την πίπα μουστάκι του, όπως έκανε κάθε φορά που σκεφτόταν κάτι σοβαρά. «Μα γι’ αυτό πρέπει να γράψουμε την ιστορία. Όσοι κρεμούν τις καρδιές έχουν και οι ίδιοι μία εκκρεμότητα. Βλέπεις εσύ καμιά καρδιά εδώ μέσα κρεμασμένη;»
Κοίταξε το Θωμά, που εκείνη την ώρα κρατούσε στη χούφτα του συνοφρυωμένος το μενταγιόν του. Και δεν ήταν συνοφρυωμένος γιατί ο παππούς κατάλαβε πως δεν το φορούσε πια στο λαιμό του αλλά το κρατούσε στην τσέπη, ούτε γιατί ντρεπόταν λίγο για το κατακόκκινο χρώμα του σε σχήμα καρδιάς, θεωρώντας το κάπως κοριτσίστικο.
«Τι είναι αυτό; Για να δω!»
Ο παππούς Λορέντζο πήρε στα χέρια του το μενταγιόν, σαν να το αντίκριζε για πρώτη φορά, το άνοιξε και μέσα βρήκε… Δε βρήκε τίποτα!
«Εγώ θυμάμαι ότι είχε μία φωτογραφία εδώ με σένα και τους γονείς σου, πού είναι;» έκανε λίγο ανήσυχος, διαπιστώνοντας την απουσία.
«Την έχασα».
«Δε χάνονται έτσι οι φωτογραφίες, και μάλιστα μέσα από ένα μενταγιόν».
«Οχού!!! Την έχασα σου λέω. Δεν ξέρω πού είναι».
«Καλά, αφού το λες εσύ, μπορεί και να χάθηκε. Εδώ κάνουν φτερά οι άνθρωποι, δε θα κάνουν τα πράγματα; Ίσως εξαιτίας όλων αυτών να πρέπει εσύ να γράψεις την ιστορία».
«Ποια ιστορία;»
«Ε, δεν είπαμε; Για τις εκκρεμείς καρδιές. Θα δείξεις και στη δασκάλα, επιστρέφοντας το φθινόπωρο στο σχολείο, ότι δε χάζευες απλώς όλη την ώρα».
«Καλά, και πού να πω ότι πάνε όταν σταματούν να είναι εκκρεμείς, αν τη γράψω τελικά;»
«Χμ! Επιστρέφουν στον κάτοχό τους, φυσικά! Δεν έχεις ακούσει κανέναν να λέει “Ουφ! Πήγε η καρδιά μου στη θέση της”; Αυτό εννοούν».
«Και τι γίνεται τότε;»
«Τότε τη θέση τους παίρνει ένα φωτεινό σημείο συμπληρώνοντας το κενό, σαν να νικιέται λίγο λίγο το σκοτάδι».
«Είναι πολύ σκοτεινά εκεί, παππού;»
«Όχι πολύ. Αλλά το φως έχει δουλειά ακόμα μέχρι να διαχυθεί παντού».
«Ε, τι να γράψω μετά; Τα είπες όλα εσύ!»
Κοίταξε όλο αμφισβήτηση τον παππού Λορέντζο ο Θωμάς.
«Εγώ; Τίποτα δεν είπα! Αυτά είναι γνωστά σε όλους. Εσύ μένει να αποκαλύψεις την αθέατη πλευρά της ιστορίας».
«Δεν καταλαβαίνω γιατί οι άνθρωποι λένε ιστορίες! Μου φαίνεται χαζό. Αφού τίποτα δεν είναι αλήθεια έτσι κι αλλιώς».
«Έτσι λες; Χμ! Θωμά, μόνο όταν νιώσεις πραγματικά την ανάγκη να αφηγηθείς μία δική σου ιστορία θα καταλάβεις το γιατί».
Ο Θωμάς πήγε για ύπνο τελικά νευριασμένος και συγχυσμένος χωρίς να ξέρει το γιατί. Ο παππούς Λορέντζο, σκεφτόταν, είχε ενδιαφέρουσες απόψεις συνήθως για τον κόσμο, αλλά κάποιες τού φαίνονταν τελείως χαζές. Άκου η χώρα με τις εκκρεμείς καρδιές! Το μόνο εκκρεμές που ήξερε ήταν εκείνο του ρολογιού στο σαλόνι, που, όταν έπαιζαν σκάκι, τον ζάλιζε με το πέρα δώθε του και δεν τον άφηνε να συγκεντρωθεί. Ίσως γι’ αυτό να έχανε σε όλες τις παρτίδες, τώρα που το συλλογιζόταν!
Στ’ αλήθεια πάντως δεν είχε ιδέα πού ήταν η φωτογραφία. Μία μέρα άνοιξε το μενταγιόν, γιατί φοβήθηκε ότι άρχισε να ξεχνά τη μορφή των γονιών του, και τότε διαπίστωσε πως είχε χαθεί. Την έψαξε παντού, κάτω από το κρεβάτι, μες στα παπούτσια, στις μικρές τσέπες του λούτρινου καφέ αρκούδου του, σε κάθε γωνιά του σπιτιού, τίποτα. Η φωτογραφία είχε διά μαγείας κάνει φτερά! Όπως είπε ο παππούς, εδώ κάνουν φτερά οι άνθρωποι, και σαν να είχε ένα δίκιο σε αυτό. Τη μαμά του Αθανασία την έλεγαν, που σημαίνει εκείνη που δεν πεθαίνει, και τώρα βρισκόταν με τους δίκαιους, άκουσε να λένε στην εκκλησία εκείνο το κατάμαυρο πρωινό. Ή με τους δικαιωμένους; Ή με τους αδικημένους; Μπερδεύτηκε ξανά. Και σε εκείνον ούτε ένα τόσο δα της ίδιας του της μαμάς δεν του αναλογούσε; Μόνο εκείνη ήταν αδικημένη;
Και για τον μπαμπά Γρηγόρη, που ήταν ράκος, όλοι είχαν να πουν. Χαμηλόφωνα, όπως κάνουν συνήθως οι μεγάλοι, και όχι μόνο στις κηδείες. Εκείνον, πάλι, δεν τον πρόσεχαν, σαν να ήταν και χαζός εκτός από μικρός, στεναχωρημένος και νευριασμένος. Και έναν κόμπο στο λαιμό είχε και στο στομάχι, αλλά για αυτά κανείς δεν τον ρωτούσε. Όλο για τη μαμά έλεγαν τι καλή και ότι κακός λόγος δεν ακούστηκε ποτέ ή παράπονο από εκείνη. Και εντάξει η καλοσύνη, το παράπονο γιατί; αναρωτιόταν. Όλα τέλεια είναι, δηλαδή, για να μην έχουμε ποτέ παράπονα; Λες και η σιωπή είναι ωραίο να επικρατεί και εκτός νεκροταφείου. Νεκρόπολη την έλεγε πιο καλά ο παππούς. Όταν πήγαν, ας πούμε, με τη μαμά να πάρουν παπούτσια και το ένα ζευγάρι τον στένευε τόσο, που του ήρθε να βάλει τα κλάματα από τον πόνο, να μη μιλούσε; Να υπέμενε σαν καλό παιδί το μαρτύριο; Και πώς θα έτρεχε μετά στο προαύλιο με τους φίλους του;
Έτρεχε… φίλοι… Ο μπαμπάς Γρηγόρης, βιαστικός όπως πάντα, δεν περίμενε να ανάψει το κόκκινο, και ήρθε το μπαμ! Η μαμά διαλύθηκε, έγινε κομματάκια. Έτσι τη φανταζόταν μες τα νεύρα του, σαν να γινόταν πιο πολλές έτσι, εφόσον δεν είχε ούτε τη μία. Στην αρχή δεν είχε εικόνες, δε σκεφτόταν τίποτα. Πώς αισθάνεσαι, Θωμά; τον ρωτούσαν. Δεν αισθάνομαι τίποτα, έλεγε. Σιγά σιγά άρχισε να πυρώνει κάτι μέσα του, εκεί στο στομάχι, τα πόδια του μούδιαζαν, το μυαλό του καιγόταν με μαύρα όνειρα, λες και όλα φιλτράρονταν από παραμορφωτικό καθρέφτη. Ενώ παλιά του άρεσε να βλέπει όνειρα, σταδιακά του κόπηκαν και η όρεξη και ο ύπνος. Και στην καρδιά κενό, σαν να μην υπήρχε τίποτα εκεί. Αργότερα, όμως, την έφερνε στο μυαλό του ως ένα τεράστιο χαμόγελο που διαλυόταν σε χίλια κομμάτια και γινόταν σκόνη. Τίποτε δεν έμενε. Αέρας όλα. Πώς να νιώθει την καρδιά του μετά!
Ευτυχώς ο μπαμπάς του τουλάχιστον ήταν καλά. Όλα γρήγορα γίνονται κάτι τέτοιες στιγμές, δεν καταλαβαίνεις. Και μετά το ίδιο γρήγορα έφυγε και εκείνος. Έπαθε σοκ, έλεγαν, αλλά τη γλίτωσε με ένα κάταγμα στο χέρι. Τέτοιο σοκ, όμως, που δεν μπορούσε ούτε να αντικρίσει το Θωμά ούτε να μείνει μόνος του μαζί του. Έτσι βρέθηκε να περνά το καλοκαίρι με τον παππού κοντά στη θάλασσα. Ο ασυνήθιστος παππούς έφερνε πάντα σε αμηχανία τον μπαμπά του, που δεν ήθελε πολλές σχέσεις μαζί του, γιατί τον θεωρούσε ιδιόρρυθμο και έβλαπτε το ίματζ του στην εταιρεία, στους κύκλους του, ακόμα και στον ίδιο εκείνο το Θωμά θα ήταν κακή επιρροή. Έτσι τουλάχιστον τον είχε ακούσει να λέει στη μαμά του παλιά. Γι’ αυτό μόνο με τους συγγενείς του μπαμπά διατηρούσαν σχέσεις μέχρι τότε. Η μαμά του μάλλον ήταν όντως πολύ ήπια, όπως έλεγαν όλοι. Και τώρα που έχασε τα αυγά και τα πασχάλια ο μπαμπάς Γρηγόρης, ο Θωμάς έμενε με τον παππού, που λίγο τον είχε ζήσει, και ο μπαμπάς ποιος ξέρει; Μόνος.
Άρον άρον με μία μικρή βαλιτσούλα στο χέρι πήγε με το λεωφορείο στον παππού, καθώς ο μπαμπάς του δεν μπορούσε να οδηγήσει, μαζί με τον αρκούδο του, που έτρωγε ζούληγμα γερό στις δυσκολίες, αλλά δεν το έλεγε σε κανέναν, γιατί ντρεπόταν. Λίγο αργότερα του έστειλαν και το κρεβάτι του. Η μόνη παραχώρηση που του έγινε σε «έπιπλο». Έτσι, κοιμόταν στο τεράστιο πουφ του, που ήταν προστατευμένο γύρω γύρω με μία κουνουπιέρα κρεμασμένη από το ταβάνι, ειδική κατασκευή του παππού Λορέντζο, απωθητική για τα κουνούπια. Α, πήρε βέβαια και την αόρατη μπάλα του! Αλλά αυτή δε μετρούσε, την έπαιρνε παντού. Άλλωστε, μόνο εκείνος μπορούσε να τη δει. Στα μάτια του χρύσιζε συνδυάζοντας πολλά χρώματα μαζί, αλλά το κυρίως ατού της ήταν ότι έλαμπε στο σκοτάδι. Αυτό δεν το είχε φανερώσει σε κανέναν, ούτε στην Κατερίνα. Όταν το είπε στον παππού, όμως, του απάντησε σιβυλλικά με το χαρακτηριστικό του ύφος.
«Χμ! Πάντα χρειάζεται ένας φωτεινός φίλος δίπλα μας για τα μεγάλα σκοτάδια. Κράτα τη γερά κοντά σου. Ποτέ δεν ξέρεις πότε μπορεί να σου χρειαστεί».
Και, σκεφτόμενος αυτά, αποκοιμήθηκε ο μικρός Θωμάς. Στον ύπνο του όντως βρέθηκε στη χώρα με τις εκκρεμείς καρδιές. Ήταν αμέτρητες, όλων των χρωμάτων, και μία εσωτερική λάμψη έκαιγε στον πυρήνα τους, αναδεικνύοντας το επίχρισμά τους διαφανές. Ο ίδιος καθόταν σε μία κατακόκκινη, όπως σε αλογάκι του καρουζέλ. Ήταν όλες κρεμασμένες από κορδέλες, που η άκρη τους χανόταν ψηλά στο σκοτεινό θόλο. Έμοιαζε να τις κρατούν αόρατα χέρια και να τις ταλαντεύουν, γιατί όλες μαζικά χόρευαν αέρινα ακολουθώντας μία κυματοειδή ρυθμική κίνηση. Μπορούσε να ορκιστεί ότι άκουγε ορχηστρική μουσική μαγεμένος και υπνωτισμένος από την ηχοκινητική αρμονία. Ή μπορεί να ήταν συμπαντική μουσική, σαν να επρόκειτο για ουράνιες σφαίρες και όχι για καρδιές ανθρώπων. Τότε παραφώνησε ένας θρήνος, προερχόμενος από διαφορετική συχνότητα, ανεπαίσθητος στην αρχή. Ταξίδευε από πολύ μακριά, μόλις που τον άκουγε, φτάνοντας ίδιο παράπονο στ’ αυτιά του. Σταδιακά, όμως, η ένταση αυξανόταν, αυξανόταν, μέχρι που έγινε δόνηση εκκωφαντική, θρυμματίζοντας τις καρδιές σε απειράριθμα κομματάκια, και ο Θωμάς άρχισε να πέφτει, να πέφτει, να πέφτει, επιστρέφοντας στο ζεστό του κρεβάτι με τα νεύρα τεντωμένα σκοινιά, ενώ ο θρήνος εξακολουθούσε ακόμα να ηχεί στ’ αυτιά του.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)