O ΣΚΙΟΦΥΛΑΚΑΣ απόσπασμα
Ο Ρινάλντο, φύλαξε το χειρόγραφο μαζί με όλα εκείνα τα σημαντικά και τα σπουδαία, που φυλάνε οι άνθρωποι κάθε εποχής και σαν τέτοιο πήγε από γενιά σε γενιά, από πατέρα σε παιδί, ταξιδεύοντας διακόσια χρόνια.
Κάποιος απόγονός του σκέφτηκε να το αποθανατίσει ασφαλέστερα, τυπογραφώντας το κατ’ αρχήν στην γλώσσα που γράφτηκε, ακολουθώντας έτσι μιαν επιθυμία φίλων της ελληνικής παροικίας. Αργότερα ίσως να το μετάφραζε στη γλώσσα του.
Όμως, το παράξενο χρονικό του Ευστράτιου δεν προοριζόταν για τους πολλούς, γιατί αυτό ήταν αντίθετο στη θέληση αυτού που διέταξε τη συγγραφή του. Έτσι, το αρχικό χειρόγραφο κάηκε με περίεργο τρόπο στο τυπογραφείο και η έκδοση δεν προχωρούσε πέρα από το πρώτο αντίτυπο. Πάντα συνέβαινε κάτι περίεργο που κατέστρεφε κάθε επόμενο.
Στο πρώτο αντίτυπο προστέθηκαν λιθογραφίες με τις εικόνες των προσώπων και την δράση τους. Ο ζωγράφος έλεγε ότι τις εμπνεόταν στον ύπνο του και έλεγε πως αυτή θα ήταν η τελευταία του δουλειά, χωρίς να στενοχωριέται καθόλου γι’ αυτό. Τελειώνοντας την τελευταία λιθογραφία, πέθανε στον ύπνο του.
Την τελευταία φορά που επιχειρήθηκε η ανατύπωσή του, τα τυπογραφικά στοιχεία διαλύθηκαν κυριολεκτικά σε θρύμματα, ενώ ο χειριστής βρέθηκε να προσπαθεί να τυπώσει την παλάμη του, βάζοντάς την κάτω από το χαρτί και πιέζοντάς την με τον κύλινδρο, μέχρι που μάτωσε το χαρτί.
Έτσι ο απόγονος του Ρινάλντο θεώρησε κακό ακόμα και να κατέχει το αρχικό αντίτυπο, συνδυάζοντας κάποια ατυχήματα που είχαν συμβεί στο σπίτι, με το βιβλίο.
Το πούλησε σε έναν Έλληνα έμπορο της παροικίας για να το ξεφορτωθεί. Ο άπληστος έμπορος, θεώρησε ότι η κατοχή του βιβλίου θα του έφερνε καλή τύχη και λεφτά-επειδή η οικογένεια Βόλπι είχε αποκτήσει πολλά από δαύτα- .
Η απληστία όμως και το χρήμα θεωρείται ύβρις για τον εντολέα του βιβλίου, έτσι στο σπίτι του εμπόρου άρχισαν να συμβαίνουν διάφορα περίεργα ατυχήματα. Το ξεφορτώθηκε κι αυτός με τη σειρά του όσο όσο σε έναν καπετάνιο, που έβαζε ρότα συχνά για τα λιμάνια της Ανατολής.
Το πρώτο ταξίδι που είχε προορισμό την Χίο, κόντεψε να γίνει αληθινή καταστροφή για τον καπετάνιο. Οι ναύτες εκνευρίζονταν εύκολα, βλαστημούσαν και τσακώνονταν μεταξύ τους πέρα από το συνηθισμένο και αποτολμούσαν να βγάλουν γλώσσα ακόμα και στον ίδιο.
Μια φορά ο πλοηγός καβγάδισε μαζί του, έβγαλε μαχαίρι και τον απείλησε. Τέλος μια ανύπαρκτη, στην αρχή του ταξιδιού, τρύπα στην ίσαλο γραμμή του σκάφους, έμπαζε νερά και ανάγκασε τον καπετάνιο να δέσει στα ανοιχτά μιας πόλης στη νότια Πελοπόννησο.
Πρώτη δουλειά του καπετάνιου, μόλις πάτησε το πόδι του στη στεριά, ήταν να πουλήσει το βιβλίο σε εξευτελιστική τιμή για να το ξεφορτωθεί. Οι φήμες που είχε ακούσει γι’ αυτό δεν ήταν βλακείες, όπως είχε πει στην αρχή. Το πούλησε σε ένα μαγαζί που βρισκόταν σε κάποιο δρομάκι κοντά στην εκκλησία της πόλης. Όσες φορές τον ξανάβγαλε η ρότα του καραβιού σ’ αυτή την πόλη, δεν μπόρεσε να ξαναβρεί ούτε το μαγαζί, ούτε και το στενό δρόμο δυτικά της πλατείας…
Το χειρόγραφο, έκανε όλη αυτή τη διαδρομή για να γίνει βιβλίο και να αντέξει έτσι πέντε αιώνες, προκειμένου να καταλήξει στον προορισμό του. Στην οδό "Φοινίων" κι από κει, εκεί που έπρεπε
Ο Ρινάλντο, φύλαξε το χειρόγραφο μαζί με όλα εκείνα τα σημαντικά και τα σπουδαία, που φυλάνε οι άνθρωποι κάθε εποχής και σαν τέτοιο πήγε από γενιά σε γενιά, από πατέρα σε παιδί, ταξιδεύοντας διακόσια χρόνια.
Κάποιος απόγονός του σκέφτηκε να το αποθανατίσει ασφαλέστερα, τυπογραφώντας το κατ’ αρχήν στην γλώσσα που γράφτηκε, ακολουθώντας έτσι μιαν επιθυμία φίλων της ελληνικής παροικίας. Αργότερα ίσως να το μετάφραζε στη γλώσσα του.
Όμως, το παράξενο χρονικό του Ευστράτιου δεν προοριζόταν για τους πολλούς, γιατί αυτό ήταν αντίθετο στη θέληση αυτού που διέταξε τη συγγραφή του. Έτσι, το αρχικό χειρόγραφο κάηκε με περίεργο τρόπο στο τυπογραφείο και η έκδοση δεν προχωρούσε πέρα από το πρώτο αντίτυπο. Πάντα συνέβαινε κάτι περίεργο που κατέστρεφε κάθε επόμενο.
Στο πρώτο αντίτυπο προστέθηκαν λιθογραφίες με τις εικόνες των προσώπων και την δράση τους. Ο ζωγράφος έλεγε ότι τις εμπνεόταν στον ύπνο του και έλεγε πως αυτή θα ήταν η τελευταία του δουλειά, χωρίς να στενοχωριέται καθόλου γι’ αυτό. Τελειώνοντας την τελευταία λιθογραφία, πέθανε στον ύπνο του.
Την τελευταία φορά που επιχειρήθηκε η ανατύπωσή του, τα τυπογραφικά στοιχεία διαλύθηκαν κυριολεκτικά σε θρύμματα, ενώ ο χειριστής βρέθηκε να προσπαθεί να τυπώσει την παλάμη του, βάζοντάς την κάτω από το χαρτί και πιέζοντάς την με τον κύλινδρο, μέχρι που μάτωσε το χαρτί.
Έτσι ο απόγονος του Ρινάλντο θεώρησε κακό ακόμα και να κατέχει το αρχικό αντίτυπο, συνδυάζοντας κάποια ατυχήματα που είχαν συμβεί στο σπίτι, με το βιβλίο.
Το πούλησε σε έναν Έλληνα έμπορο της παροικίας για να το ξεφορτωθεί. Ο άπληστος έμπορος, θεώρησε ότι η κατοχή του βιβλίου θα του έφερνε καλή τύχη και λεφτά-επειδή η οικογένεια Βόλπι είχε αποκτήσει πολλά από δαύτα- .
Η απληστία όμως και το χρήμα θεωρείται ύβρις για τον εντολέα του βιβλίου, έτσι στο σπίτι του εμπόρου άρχισαν να συμβαίνουν διάφορα περίεργα ατυχήματα. Το ξεφορτώθηκε κι αυτός με τη σειρά του όσο όσο σε έναν καπετάνιο, που έβαζε ρότα συχνά για τα λιμάνια της Ανατολής.
Το πρώτο ταξίδι που είχε προορισμό την Χίο, κόντεψε να γίνει αληθινή καταστροφή για τον καπετάνιο. Οι ναύτες εκνευρίζονταν εύκολα, βλαστημούσαν και τσακώνονταν μεταξύ τους πέρα από το συνηθισμένο και αποτολμούσαν να βγάλουν γλώσσα ακόμα και στον ίδιο.
Μια φορά ο πλοηγός καβγάδισε μαζί του, έβγαλε μαχαίρι και τον απείλησε. Τέλος μια ανύπαρκτη, στην αρχή του ταξιδιού, τρύπα στην ίσαλο γραμμή του σκάφους, έμπαζε νερά και ανάγκασε τον καπετάνιο να δέσει στα ανοιχτά μιας πόλης στη νότια Πελοπόννησο.
Πρώτη δουλειά του καπετάνιου, μόλις πάτησε το πόδι του στη στεριά, ήταν να πουλήσει το βιβλίο σε εξευτελιστική τιμή για να το ξεφορτωθεί. Οι φήμες που είχε ακούσει γι’ αυτό δεν ήταν βλακείες, όπως είχε πει στην αρχή. Το πούλησε σε ένα μαγαζί που βρισκόταν σε κάποιο δρομάκι κοντά στην εκκλησία της πόλης. Όσες φορές τον ξανάβγαλε η ρότα του καραβιού σ’ αυτή την πόλη, δεν μπόρεσε να ξαναβρεί ούτε το μαγαζί, ούτε και το στενό δρόμο δυτικά της πλατείας…
Το χειρόγραφο, έκανε όλη αυτή τη διαδρομή για να γίνει βιβλίο και να αντέξει έτσι πέντε αιώνες, προκειμένου να καταλήξει στον προορισμό του. Στην οδό "Φοινίων" κι από κει, εκεί που έπρεπε
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου