Ο ΟΡΚΟΣ - Δρυός ψίθυροι...
Γύρισε
και κοίταξε το δέντρο, το μεγάλο μαυρισμένο κορμό που ψήλωνε ως τον
ουρανό και τις χοντρές κλάρες που ακουμπούσαν τις άκρες τους στο
υπόστεγο και στο ακριανό μπαλκονάκι του ορόφου.
Πρώτη φορά σκέφτηκε ότι το μεγάλο δέντρο έμοιαζε με μεγάλο ανθρωπίσιο σώμα. Έμοιαζε με το σώμα μιας γυναίκας που τεντώνει τα χέρια προς τη γη και προς τον ουρανό, την ίδια στιγμή. Ένα σώμα αιώνιο και ανίκητο που κυβερνάει τον τόπο που ζει και το χρόνο, σαν πανάρχαια μητέρα.
Συγκέντρωσε το βλέμμα του στο ψηλότερο σημείο του κορμού, κατά τον κορφιά, εκεί που τα φυλλώματα πλέκανε πυκνά μεταξύ τους και θέλησε να δει σε κείνο το σημείο την κοπέλα που τον παρακάλεσε: ″θέλω… θέλω να μου πεις παρακάτω″. Και τότε το αγόρι ψιθύρισε, αγγίζοντας λατρευτικά το δέντρο και με τα δυο του χέρια:
«Κι όμως, όλη η εμορφιά της Σοφίας και κάθε κοπέλας είναι μοναχά μια σταγόνα από τα κάλλη της κυράς. Η τελευταία που στάζει από το κορμί της, όταν υψώνεται πάνω απ’ τη λίμνη σαν αφέντρα».
Ο ψίθυρος που βγήκε από το στόμα του, κύλησε στο κορμί του δέντρου ανεβαίνοντας προς τα πάνω, όπως θα κυλούσε το χάδι μιας καυτής ανάσας στον κόρφο μιας γυναίκας. Και μετά σβήστηκε στην πυκνή φυλλωσιά του κορφιά.
Ετούτη η κουβέντα, η παράξενη πίστη και δέηση του αγοριού, πρέπει να κουβαλούσε μέσα της όλη την παντοδυναμία του πρώτου αγνού πάθους, γιατί φάνηκε να πηγαίνει στον προορισμό της την επόμενη στιγμή. Η σκιερή φυλλωσιά, σείστηκε ανάλαφρα στην αρχή κι ύστερα τα φύλλα της θρόισαν δυνατότερα, καθαρίζοντας έναν γυναικείο ψίθυρο μέσα απ’ το θρόισμά τους...
Πρώτη φορά σκέφτηκε ότι το μεγάλο δέντρο έμοιαζε με μεγάλο ανθρωπίσιο σώμα. Έμοιαζε με το σώμα μιας γυναίκας που τεντώνει τα χέρια προς τη γη και προς τον ουρανό, την ίδια στιγμή. Ένα σώμα αιώνιο και ανίκητο που κυβερνάει τον τόπο που ζει και το χρόνο, σαν πανάρχαια μητέρα.
Συγκέντρωσε το βλέμμα του στο ψηλότερο σημείο του κορμού, κατά τον κορφιά, εκεί που τα φυλλώματα πλέκανε πυκνά μεταξύ τους και θέλησε να δει σε κείνο το σημείο την κοπέλα που τον παρακάλεσε: ″θέλω… θέλω να μου πεις παρακάτω″. Και τότε το αγόρι ψιθύρισε, αγγίζοντας λατρευτικά το δέντρο και με τα δυο του χέρια:
«Κι όμως, όλη η εμορφιά της Σοφίας και κάθε κοπέλας είναι μοναχά μια σταγόνα από τα κάλλη της κυράς. Η τελευταία που στάζει από το κορμί της, όταν υψώνεται πάνω απ’ τη λίμνη σαν αφέντρα».
Ο ψίθυρος που βγήκε από το στόμα του, κύλησε στο κορμί του δέντρου ανεβαίνοντας προς τα πάνω, όπως θα κυλούσε το χάδι μιας καυτής ανάσας στον κόρφο μιας γυναίκας. Και μετά σβήστηκε στην πυκνή φυλλωσιά του κορφιά.
Ετούτη η κουβέντα, η παράξενη πίστη και δέηση του αγοριού, πρέπει να κουβαλούσε μέσα της όλη την παντοδυναμία του πρώτου αγνού πάθους, γιατί φάνηκε να πηγαίνει στον προορισμό της την επόμενη στιγμή. Η σκιερή φυλλωσιά, σείστηκε ανάλαφρα στην αρχή κι ύστερα τα φύλλα της θρόισαν δυνατότερα, καθαρίζοντας έναν γυναικείο ψίθυρο μέσα απ’ το θρόισμά τους...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου