http://flefalo.blogspot.com/2011/12/blog-post_22.html
Φώτης Κατσιμπούρης, «Ο Όρκος» από τις εκδόσεις Ωκεανός
(παρουσίαση βιβλίου)
του Σταμάτη Μαμούτου
Στην
συνθήκη της νεώτερης ελληνικής λογοτεχνίας ένα από τα βασικά ζητήματα
που καλούνται να αντιμετωπίσουν συγγραφείς οι οποίοι θέλουν να
δημιουργήσουν έργα του Φανταστικού είναι η σύνδεση της θεματολογίας τους
με την διάχυτη κουλτούρα του τόπου μας. Σε αντίθεση με τους
δυνητικούς συγγραφείς φανταστικής λογοτεχνίας της δυτικής Ευρώπης,
αλλά και των περισσότερων σλαβικών χωρών, που την πρώτη ύλη του Μύθου
τους μπορούν να αναζητήσουν στις επιρροές είτε του αρχαίου
παγανιστικού τους πολιτισμού είτε της μεσαιωνικής ιπποτικής τους
παράδοσης εντός των χριστιανικών ιστορικών τους πλαισίων, οι νεώτεροι
και οι σύγχρονοι Έλληνες συγγραφείς της λογοτεχνίας του φανταστικού
δεν μπορούν να ακολουθήσουν με την ίδια ευκολία μια παρόμοια διαδρομή.
Κι αυτό γιατί η ελληνική περίπτωση παρουσιάζει μια έντονη
ιδιαιτερότητα.
Η ελληνική ιστορία λόγω του μεγάλου της βάθους
χαρακτηρίστηκε, μεταξύ των άλλων, από την ανάδυση πολλών και
διαφορετικών πολιτισμικών σχημάτων. Πρώτα και κύρια, η αρχαία ελληνική
περίοδος τέμνεται σε τουλάχιστον δυο πολύ βασικά πλαίσια. Α) Το
μυθικό των βασιλείων της εποχής του Ορφέα και του Ομήρου, εντός του
οποίου το φαντασιακό στοιχείο ήταν ισχυρό και β) το κλασικό της
περιόδου των πόλεων-κρατών, της έλευσης του Αλεξάνδρου και των
(μετα)αλεξανδρινών βασιλείων, όπου η δύναμη του φαντασιακού
εξισορροπήθηκε από εκείνη του Λόγου.
Η πλούσια ελληνική κλασική
κληρονομιά στις τέχνες και τα γράμματα απορρόφησε με το πέρασμα των
αιώνων την προσοχή των ανθρώπων του πνεύματος. Η παγκόσμια εμβέλειά της
έστρεψε τα βλέμματα των Ελλήνων σε μεγάλο βαθμό επάνω της, αφήνοντας
την αρχέγονη μυθική κουλτούρα, εντός της οποίας υπάρχει άφθονη πρώτη
ύλη που μπορεί να αποτελέσει έμπνευση για σύγχρονα έργα του
Φανταστικού, κάπως «παραγκωνισμένη». Αντιθέτως, τα περισσότερα
ευρωπαϊκά έθνη, σε μια πρώτη φάση, γνώρισαν την κλασική κουλτούρα ως
αποτύπωση ενός κατακτητικού πολιτισμού (μέσω της ρωμαϊκής εξάπλωσης)
και δεν την έκαναν «δική τους». Έτσι, οι λογοτέχνες των περισσότερων
ευρωπαϊκών εθνών (ακόμη και σήμερα) όταν ανατρέχουν στην «αρχαία τους
εποχή» συνδέονται με την αρχέγονη μυθική τους κουλτούρα.
Αλλά
και στην μεσαιωνική φάση του πολιτισμού της η Ελλάδα, μολονότι
αποτέλεσε την πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης, είχε την ατυχία να
βιώσει μια ιστορική και πολιτισμική συντριβή (δηλαδή, την μακραίωνη
υποδούλωση υπό τον τουρκικό ζυγό). Η εξέλιξη αυτή την οδήγησε στην
απώλεια της αριστοκρατίας της, κι αυτή με τη σειρά της στην απώλεια της
«υψηλής της κουλτούρας». Το αποτέλεσμα ήταν να απομείνει στην Ελλάδα η
απομονωμένη δημοτική της κουλτούρα, η οποία –όπως πολύ χαρακτηριστικά
έχουν δείξει οι έρευνες του Γκαίτε και άλλων στοχαστών- διατήρησε
αρκετή από την στιλπνότητα και κάτι από τον λυρισμό της κλασικής
κουλτούρας. Εμείς, όπως έχουμε γράψει και σε παλαιότερα άρθρα, είμαστε
σε θέση να ανιχνεύσουμε στοιχεία του πνεύματος της αρχέγονης εποχής
(που στην μεσαιωνική ιπποτική κουλτούρα είχε αναβιώσει), σε λαϊκούς
θρύλους και τραγούδια, τα οποία έφτασαν μέχρι τις ημέρες μας. Η
διαφορά με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά έθνη είναι ότι η τουρκική κατοχή δεν
επέτρεψε να δημιουργηθεί μια ελληνική πνευματική ελίτ, που θα μπορούσε
να είχε επεξεργαστεί σε επίπεδο «υψηλής κουλτούρας» τα στοιχεία αυτά
ώστε να μπορούμε οι σημερινοί Έλληνες να τα χρησιμοποιήσουμε με
ευκολία, (ενώ και οι επιρροές του ελληνικού Ρομαντισμού –εντός των
πλαισίων του οποίου έλαβε χώρα μια τέτοια προσπάθεια- έπαψαν μετά το
1880, όπως δείξαμε στο πέμπτο μέρος του «δοκιμίου για την φανταστική
λογοτεχνία», που δημοσιεύθηκε στο 5ο τεύχος του περιοδικού «Φανταστική
Λογοτεχνία»).
Εφόσον στα «μυθικά» πεδία του ελληνικού
πολιτισμού οι σύγχρονοι Έλληνες συγγραφείς του Φανταστικού δεν έχουν
εύκολη πρόσβαση, οι επιλογές που μένουν είναι δυο. Ή να εισέλθουν σε
μυθικά πεδία άλλων εθνών ή να δοκιμάσουν να αναδείξουν τα δυσπρόσιτα
δικά τους. Και οι δυο είναι θεμιτές, εφόσον το λογοτεχνικό αποτέλεσμα
που προκύπτει είναι καλό. Ωστόσο, η δεύτερη είναι σαφώς πιο δύσκολη
και απαιτεί μεγαλύτερο ρίσκο.
Ο Φώτης Κατσιμπούρης στο
βιβλίο του που φέρει τον τίτλο «Ο Όρκος» έκανε την δεύτερη επιλογή.
Πρόκειται για μια απόφαση που αξίζει ένα εύγε για το θάρρος της. Πόσο
μάλλον όταν το αποτέλεσμα είναι αξιοσημείωτο.
Ο Φώτης με τον
«Όρκο» κάνει ένα μεγάλο δώρο στην ελληνική λογοτεχνία του φανταστικού.
Της προσφέρει ένα πραγματικά αξιόλογο έργο. Παρουσιάζει ένα
μυθιστόρημα που ενώ θεματικά είναι σφυρηλατημένο στον εσώτερο πυρήνα
της ελληνικής λαϊκής παράδοσης δεν υστερεί καθόλου σε «ατμόσφαιρα
fantasy» από τα αντίστοιχα δυτικά. Αν θελήσουμε να το κατατάξουμε σε
κάποια από τις κατηγορίες της φανταστικής λογοτεχνίας, θα συμπεράνουμε
ότι βρίσκεται ανάμεσα στο επικό και στο ιστορικό μυθιστόρημα.
Ο
λόγος του Φώτη είναι επικός, ρομαντικός και διαθέτει μια ιδιάζουσα
ατμοσφαιρικότητα, που τον βοηθά να δημιουργήσει ένα επιτυχημένο
μυθιστόρημα του Φανταστικού, στο οποίο εκφράζει με αυθεντικό τρόπο την
μεσαιωνική, ελληνική, λαϊκή κουλτούρα. Όπως είναι αναμενόμενο από τα
όσα έχω αναφέρει μέχρι εδώ, ως συγγραφέας γνωρίζει πολύ καλά την
βυζαντινή ιστορία, πράγμα που κάνει το θέμα του μυθιστορήματός του να
ευδοκιμεί στο μεσαιωνικό περιβάλλον που το έχει «τοποθετήσει».
Η
αφήγηση δεν βασίζεται στην καταιγιστική δράση. Ωστόσο, διαθέτει μια
σταθερή πνοή, που κάνει την υπόθεση να μην βαλτώνει και να ρέει ομαλά
ως το τέλος. Οι πολεμικές περιγραφές είναι πολύ καλές. Ισάξιες με
εκείνες ξένων αναγνωρισμένων λογοτεχνών του Φανταστικού.
Μια απ
τις κορυφαίες στιγμές του έργου αποτελεί το τρίτο κεφάλαιο, στο οποίο
περιγράφεται η απόπειρα ενός ιππότη να κατέβει στο βασίλειο του Άδη.
Με τρεις παραγράφους του εν λόγω κεφαλαίου, θα κλείσω το άρθρο
ευχόμενος στον Φώτη Κατσιμπούρη να είναι καλοτάξιδο το ωραίο του
βιβλίο.
«Στο βάθος, πέρα από τις νησίδες, τα μεγάλα
πλατάνια, οι ιτιές και οι οξυές συνέχισαν να παίρνουν αλλόκοτα
σχήματα, όσο περνούσε η ώρα και το φως λιγόστευε. Σε κάποια στιγμή του
φάνηκε ότι πήραν το σχήμα τεράστιων ανδρών που ορθώνονταν αγριεμένοι
για να παλέψουν, και την ίδια στιγμή του φάνηκε ότι άκουσε τις κραυγές
τους, κάτι σαν μακρινές ιαχές, κάτι σαν σβησμένες βροντές…
Δεν
έπεσε έξω σε αυτό που φοβόταν. Αν και είχε χαμηλώσει το βλέμμα, για
να κοιτάζει μόνο την επιφάνεια της λίμνης και τη στράτα του
φεγγαρόφωτου, ένας μεγάλος όγκος σαν βράχος πελώριος, ήρθε κι έπεσε
μπροστά του, τινάζοντας κατά πάνω του ένα μεγάλο κύμα. Πρόλαβε να
ξεχωρίσει τα χαρακτηριστικά ενός προσώπου σ’ εκείνον τον όγκο, και
κατάλαβε ότι είχε δει το κεφάλι ενός τιτάνα να πέφτει στη λίμνη
κομμένο από το χέρι του πανάρχαιου θεού.
Τόλμησε
να κοιτάξει ψηλά. Ο θεός, πάνοπλος, είχε την όψη μιας πύρινης
γιγαντομορφής με σκοτεινιασμένα μάτια. Μέσα τους φώλιαζαν κατακόκκινες
σπινθηροβόλες κόρες που άστραφταν τον θυμό του θεού, ενώ αυτός πατούσε
αγέρωχα πάνω στα δέντρα της λίμνης και ψήλωνε ως τον ουρανό, κάθε
φορά που έκαμε μια κίνηση θεϊκής μανίας για να εξοντώσει τους
αντιπάλους του.»