http://city-mag.weebly.com/7/post/2013/01/10.html#.UQvyLVmGwj0.facebook
Ένα διαφορετικό καλοκαίρι με τον παππού Λορέντζο - «Εκκρεμείς καρδιές»
Άλλη μία παραδόξως θυελλώδης μέρα για Ιούλιο μήνα κρατούσε τον παππού
Λορέντζο και το Θωμά κλεισμένους στο σπίτι. Από το πρωί μόνο στο
μπαλκόνι βγήκε για λίγο ο μικρός Θωμάς, ακούγοντας τη θάλασσα από μακριά
έξαλλη να τα έχει βάλει με όλους και με όλα. Όταν ήταν κακοδιάθετη,
προτιμούσε να μην την επισκέπτεται, γιατί γινόταν δυσάρεστη και
δύστροπη. Ενίοτε και απειλητική.
«Όποτε τη
βλέπεις έτσι να μην την πλησιάζεις ποτέ» έλεγε ο παππούς. «Άσε να της
περάσει πρώτα και μετά. Δεν ξέρεις στη μανία της πόσους έχει κρατήσει
σαν ζαχαρωτά παρηγοριάς για τις καταθλιπτικές της κρίσεις».
Ακόμα και στη θάλασσα συμβαίνει η κατάθλιψη λοιπόν; Πάντα τον έβαζαν
σε σκέψεις τα λόγια του παππού Λορέντζο. Φοβόταν κιόλας όμως ο Θωμάς με
τις διηγήσεις τρόμου από τα ταξίδια του στους ωκεανούς, τις ερήμους και
τις ζούγκλες, και χωρίς δεύτερη κουβέντα, τρεις μέρες τώρα στο κύμα
κακοκαιρίας, έπαιζαν επιτραπέζιο, άκουγε και ωραίες ‒ευτυχώς!‒ ιστορίες,
και τέλος πείραζε τη Σμαραγδένια. Όταν την έβρισκε, καθώς εκείνη
φοβόταν πιο πολύ με τα αστραπόβροντα και γινόταν καπνός! Αυτή, βέβαια,
ήταν η γάτα του παππού με τα τεράστια καταπράσινα μάτια και το πληθωρικό
πορτοκαλί τρίχωμα. Ήταν πράγματι αθάνατη, επιβεβαιώνοντας την εφτάψυχη
ιδιότητά της, παρότι δεν την έλεγαν Αθανασία. Και όχι γιατί πρόσεχε από
φόβο, αλλά γιατί όντως είχε γλιτώσει από φορτηγά, αγριόσκυλα και την
«επιδημία φόλας», έτσι την έλεγε ο παππούς, που πριν κάποια χρόνια
ξεπάστρεψε σχεδόν όλες τις γάτες και τα πουλιά της περιοχής. Στην
μπροστινή αυλή, επίσης, με τα λουλούδια ή στην πίσω με το μποστάνι,
προφυλαγμένο τώρα, δεν μπορούσε να σταθεί με τόσο αέρα, και έτσι η μόνη
του επαφή με τον έξω κόσμο ήταν οι απέναντι.
Έβλεπε το μίνι σκύλο τους να γαβγίζει άγρια με την ασύμμετρα
στεντόρεια φωνή του κάθε που ο Θωμάς ξεμυτούσε πίσω από την κουρτίνα.
Σαν να έπαιζαν το παιχνίδι βγαίνεις-γαβγίζω, υπήρχε τέλειος
συγχρονισμός. Και, όταν πλησίαζε χωρίς να βγαίνει, τον άκουγε να
κλαψουρίζει, γιατί έχανε την ευκαιρία να γαβγίσει λίγο ακόμα. Υπό άλλες
συνθήκες τον τρόμαζε με τα καμώματά του και τις ξαφνικές αγριοφωνάρες
του, αλλά τώρα είχαν βρει παρηγοριά στη βαρεμάρα τους και οι δύο. Πίσω
στο σπίτι είχε την Κατερίνα. Μία πιτσιρίκα στην απέναντι πολυκατοικία,
που έμενε στον πρώτο, ενώ εκείνος στο δεύτερο, και έπαιζαν με την αόρατη
μπάλα του. Της την πετούσε και την κατηύθυνε πού να τη βρει, για να την
πιάσει και να του την πετάξει πίσω. Μερικές φορές την παίδευε λίγο
παραπάνω από το κανονικό, εφόσον δεν την είχε πετάξει ακόμα, και την
έστελνε δεξιά και αριστερά στο μπαλκόνι της, για να τη βλέπει να τρέχει.
Του άρεσε να τη βλέπει να τρέχει. Εκείνη, αντίθετα, ούτε μία φορά δεν
είχε διανοηθεί να την κρατήσει χωρίς να την πετάξει αμέσως πίσω. Ήταν
γλυκιά η Κατερίνα, με ξανθό κοντό μαλλάκι, αδυνατούλα, με μάτια
πρασινομελιά και σπιρτόζικα, δεν του είχε πει ποτέ όχι. Μπορεί να την
παντρευόταν όταν θα μεγάλωνε και γινόταν σπουδαίος άντρας. Αλλά δε θα
της αποκάλυπτε ποτέ την αλήθεια για το αθώο παιχνίδι της προσποίησης.
Ίδρωσαν τα χέρια του σε αυτές τις σκέψεις. Καλύτερα να αναστατώνεται με
τέτοιες παρά με άλλες. Τις κρατούσε για τον εαυτό του άλλωστε.
«Μην τον ερεθίζεις και εσύ. Αφού ξέρεις ότι είναι νευρικός» του
είπε ήρεμα και σταθερά ο παππούς για πολλοστή φορά. «Έλα να παίξουμε
μία τελευταία παρτίδα και μετά θα πας για ύπνο. Θα δεις που αύριο θα
’χει καλό καιρό να πάμε και για μπάνιο. Ξέσπασε ό,τι ήταν».
Ο παππούς Λορέντζο καθόταν σε μία κουνιστή καρέκλα με
περίτεχνους ξύλινους τορνευτούς έλικες αντί για πόδια και με πλάτη
διακοσμημένη σε σχήμα λύρας με μικρές ψηφίδες από φίλντισι. Ακόμα και
αυτά μπορούσαν να λειτουργήσουν ως παιχνίδι τώρα για το Θωμά, το να
παρατηρεί το θαυμαστό κόσμο του παππού. Το σπίτι του ήταν σαν παράξενος
πύργος. Το είχε φτιάξει με τα χέρια του. Δέκα χρόνια τού πήρε η
κατασκευή. Όταν παντρεύτηκε η μαμά του Θωμά, μικρή, και πέθανε η γιαγιά,
νέα σχετικά, εκείνος συνέχισε τα περιηγητικά ταξίδια του και σε κάθε
επιστροφή πρόσθετε νέα υλικά. Ο συνδυασμός τους κατέληξε σε ένα
πολύχρωμο κτίσμα με γήινες αποχρώσεις, που στο Θωμά φαινόταν σαν να είχε
πεταχτεί από βιβλίο ή σαν να είχε κατέβει από τον ουρανό. Οι τοίχοι
μέσα ήταν καλυμμένοι με φωτογραφίες και πίνακες μικρούς και μεγάλους,
φιλοτεχνημένοι οι πιο πολλοί από τον ίδιο, με κορνίζα φτιαγμένη συνήθως
από τα κοχύλια του. Για τη ζωγραφική του καταδεχόταν να θυσιάσει μέρος
της συλλογής του.
Είχε συγκεντρώσει όλα
τα έπιπλα από παλαιοπωλεία και το καθένα αποτελούσε ένα κομμάτι μιας
άτυπης συλλογής που ο παππούς χρησιμοποιούσε κανονικά στην
καθημερινότητά του. Το πιο σύγχρονο έπιπλο στο σπίτι ήταν του
μεσοπολέμου. Επρόκειτο για ένα πολυέπιπλο εισόδου, με ενιαία ξύλινη
πλάτη στυλωμένη στον τοίχο, έναν καθρέφτη αριστερά στο ύψος του
μπούστου, για να κοιτάζεται όποιος βγάζει το πανωφόρι του, και ένα μικρό
συρτάρι στο ύψος των χεριών, όπου ο παππούς έβαζε τα κλειδιά και άλλα
μικροαντικείμενα πρώτης ανάγκης. Δεξιά κάτω αναπτυσσόταν οριζοντίως ένας
χώρος για τις ομπρέλες, που στερεώνονταν σε μία εσοχή στην ενιαία με
την πλάτη ξύλινη βάση του επίπλου, ενώ πάνω κρεμούσε κανείς το παλτό του
σε μία εξίσου οριζόντια αναπτυγμένη μεταλλική μπάρα με διάσπαρτους
στερεωμένους γάντζους.
Ο Θωμάς κάθισε
και αυτός, απέναντι από τον παππού. Μεταξύ τους δέσποζε το
καλογυαλισμένο τραπεζάκι παιχνιδιού, αντίκα περασμένου αιώνα, που
μπορούσε να μεταβληθεί, αποκτώντας πολλές λειτουργίες για εξοικονόμηση
χώρου. Δεξιά και αριστερά υπήρχαν συρταράκια για τα πούλια των
αντιπάλων, και, φυσικά, το εν λόγω παιχνίδι δεν ήταν άλλο από το σκάκι. Ο
παππούς το διαφύλαττε ως κόρην οφθαλμού, εφόσον ήταν το αγαπημένο του,
και δεν υπήρχε περίπτωση να το μαζέψει, να το παραγκωνίσει ή να το
μετατρέψει σε ό,τι άλλο κλείνοντάς το. Η συμφωνία, όμως, παρέμενε πάντα
συμφωνία. Κάθε μέρα πρώτα έπαιζαν μία παρτίδα σκάκι, γιατί η στρατηγική
στη ζωή είναι το κλειδί για να ανοίγουν πόρτες, έλεγε ο παππούς. Τι
πόρτες ήταν αυτές μάλλον θα έπαιρνε καιρό στο Θωμά να βρει. Και μετά
διάβαζαν ιστορίες ή του διηγούνταν ο παππούς κάποια φανταστική αφήγηση,
επινοημένες τις νόμιζε ο Θωμάς τουλάχιστον. Τις τελευταίες τρεις μέρες
τα έκαναν ανάκατα, βέβαια, μένοντας τόσες ώρες κλεισμένοι μέσα και
θέλοντας κάπως να γεμίσουν το χρόνο τους.
Όσο έπαιζαν σκάκι, στο μεταξύ, ο παππούς έβαζε παλιούς δίσκους
κλασικής μουσικής σε ένα γραμμόφωνο-έπιπλο, που διέθετε ντουλαπάκι
γεμάτο με δίσκους από κάτω και στο πλάι του μία μανιβέλα, την οποία κάθε
τόσο κούρδιζε, για να μπορεί η βελόνα να γρατζουνά το δίσκο. Συχνά η
μουσική ταίριαζε με τις εντάσεις του καιρού, κάνοντας υποβλητική την
ατμόσφαιρα και το Θωμά να τρέμει πιο πολύ από τη γάτα. Η αλήθεια ήταν
ότι ο ήχος έβγαινε καλός, παρότι δεν επρόκειτο για τελευταίας
τεχνολογίας ηχεία ή σιντί πλέιερ, σαν εκείνα που είχαν στο σπίτι. Πού να
τα έλεγε αυτά στο Φίλιππο, ένα συμμαθητή του στο σχολείο, σαΐνι στα
κομπιούτερ και τα γκάτζετ νέας τεχνολογίας, θα γελούσε σίγουρα. Ήδη τον
παίδευε με τα χοντροκομμένα του σχόλια, γιατί δεν είχε κινητό. Μόνο η
Κατερίνα θα τον καταλάβαινε, που δεν τον είχε κοροϊδέψει ποτέ. Αλλά μετά
θα τον βούλωνε ισχυριζόμενος ότι τα πιο πολλά γκάτζετ και κομπιούτερ θα
είχαν ξεμείνει από μπαταρία, γιατί με τους κεραυνούς κοβόταν για ώρες
το ρεύμα, ενώ το γραμμόφωνο και τα κεριά συνέχιζαν μια χαρά τη δουλειά
τους.
«Συγκεντρώσου!» του είπε ο
παππούς επαναφέροντάς τον στην τάξη από την ανεξέλεγκτη ονειροπόληση.
«Ποιο είναι το πιο δυνατό πιόνι σε μια παρτίδα σκάκι;» τον ρώτησε
διερευνητικά. «Για να δω τι έμαθες!»
«Ο βασιλιάς!» αποκρίθηκε σίγουρος ο Θωμάς, κορδωμένος για την ετοιμόλογη απάντησή του.
«Για το βασιλιά γίνονται όλα. Ή για το βασίλειό του, καλύτερα. Αλλά όχι!»
Σκεφτόταν ο μικρός Θωμάς, αιφνιδιασμένος και απογοητευμένος με την αστοχία του.
«Η βασίλισσα!» συνέχισε αποκαλυπτικά με τη βαθιά ζεστή φωνή
του ο παππούς Λορέντζο. «Τι θα ήταν ένας βασιλιάς χωρίς τη βασίλισσά
του; Όταν χάνει τη βασίλισσα είναι σαν να μένει χωρίς καρδιά. Γι’ αυτό
συνήθως μετά από λίγο πεθαίνει».
Ο
παππούς Λορέντζο είχε πάντα σπουδαίες εξηγήσεις για τον κόσμο, τον είχε
γνωρίσει εξάλλου πιθαμή προς πιθαμή. Τον είχε φάει με το κουτάλι, όπως
θα έλεγαν πολλοί, και τώρα ο Θωμάς ένιωθε την κοιλιά του να γουργουρίζει
με τούτα και με κείνα που του έλεγε ο παππούς. Έτσι σιγά σιγά του
άνοιξε η όρεξη, γιατί στην αρχή που πήγε εκεί δεν είχε καθόλου. Και,
επειδή ο παππούς το ήξερε, φύλαγε πάντα κάτι πρόχειρο άμεσα διαθέσιμο,
ώστε να εκμεταλλεύεται το αναπάντεχο άνοιγμα της όρεξης, όποτε
ξεπεταγόταν σαν πυροτέχνημα καλής συγκυρίας. Έσπρωξε, λοιπόν, προς το
μέρος του ένα πιάτο γεμάτο με ολικής άλεσης μπισκότα, καλυμμένα με μία
ανοιχτή χαρτοπετσέτα, που άρεσαν στο Θωμά, και πήγε στην κουζίνα να του
ζεστάνει λίγο γάλα στο γκαζάκι, ώστε να μην τα τρώει σκέτα.
Ο Θωμάς χάζευε και πάλι στο χώρο τα όσα συγκέντρωνε ο
παππούς από τη θάλασσα. Ανάμεσα στα πολύ παλιά έπιπλα και τις φθαρμένες
πλεκτές καρέκλες-αντίκα υπήρχαν αστερίες, ξύλα με διάφορα περίεργα
σχήματα, βότσαλα όλων των ειδών, ταξινομημένα σε βάζα ανάλογα με το
χρώμα και το σχέδιό τους, αλλού εκείνα με σχήμα σταυρού, με παράλληλες
γραμμές ή με τρύπα στη μέση, κόκαλα σουπιάς, υπολείμματα από δίχτυα
ψαράδων και ποικίλα αντικείμενα αφημένα στην παραλία. Άλλοι θα τα
θεωρούσαν σκουπίδια, όπως τα κάθε σχήματος και χρώματος κοκαλάκια
κοριτσιών, τα παιδικά πλαστικά παπουτσάκια από εκείνα που προστατεύουν
τα τρυφερά ποδαράκια στα σκληρά βότσαλα, τις πιπίλες, τα
μισοξεχαρβαλωμένα καπέλα, τα χαμένα μαγιό, ένα μυστήριο άδειο κλουβί με
κάτοπτρα, τις διάφορες κούκλες, τα ξεχασμένα βιβλία που συνέθεταν τόσα
χρόνια την ειδική βιβλιοθήκη ιστοριών παραλίας και μη, και άλλα πολλά. Ο
παππούς είχε αντίθετη άποψη βέβαια και, αν εξαιρέσουμε τα βιβλία, όλα
τα υπόλοιπα αποτελούσαν τη ζωντανή απόδειξη υπαρκτών ανθρώπινων
ιστοριών, ή των υπολειμμάτων τους έστω, όπως συνήθιζε να τονίζει.
«Πόσο παράλογο είναι να δίνουν οι άνθρωποι ονόματα που, ουσιαστικά, δε
σημαίνουν τίποτα! Γιατί να βγάλεις κάποιον Αθανασία, αφού στο τέλος
πεθαίνει; Το Γρηγόρης έχει νόημα» είπε ο Θωμάς στον παππού μόλις
επέστρεψε με το γάλα του.
«Οι άνθρωποι
ζουν μέσα μας, Θωμά! Μερικές φορές τα νοήματα πρέπει να ψάξεις, για να
τα βρεις, δεν επιπλέουν στην επιφάνεια περιμένοντάς σε πότε θα τα δεις.
Χρειάζεται να βουτήξεις, και κάποιες φορές πολύ βαθιά μάλιστα».
Αυτό θα το καταλάβαινε πολύ καλά ο μικρός Θωμάς.
«Εμένα γιατί με λένε Θωμά;»
«Γιατί έλεγαν έτσι τον παππού σου, τον πατέρα του πατέρα σου».
«Θα προτιμούσα το Λορέντζο, θυμίζει ιππότη και περιπέτεια».
«Τώρα έγινε, πάει. Η μαμά σου δεν ήθελε να στεναχωρήσει τον μπαμπά
σου σε αυτό. Και εμένα δε με ενδιέφερε. Έπειτα το Θωμάς σού ταιριάζει».
«Και γιατί μου ταιριάζει δηλαδή;»
«Γιατί έχεις το μικρόβιο της αμφιβολίας! Και καλά κάνεις δηλαδή. Η
αμφιβολία πηγάζει από την ανάγκη της αναζήτησης, που οδηγεί στο ταξίδι
της σκέψης. Μπορεί να μην απέχει τελικά πολύ από ό,τι σου θυμίζει το
δικό μου όνομα. Μένει να καλλιεργήσεις και να εξευγενίσεις αυτό το
στοιχείο, χωρίς να ξεχνάς την καρδιά, που ανοίγει το δίαυλο για τα
μεγαλύτερα ταξίδια. Σε αυτό, βέβαια, υπάρχει μία παράμετρος που μένει να
λυθεί» είπε τότε ο παππούς με αινιγματικό ύφος.
«Ποια είναι αυτή;»
«Η χώρα με τις εκκρεμείς καρδιές! Θα έπρεπε να γράψουμε μία ιστορία
για αυτό το θέμα» συνέχισε αποκαλυπτικά. «Μπορείς να τη γράψεις εσύ αν
θες και να μου την αφηγηθείς κάποια μέρα».
«Πρώτη φορά ακούω για αυτή!» τον κοιτούσε έκπληκτος ο Θωμάς με
γουρλωμένα μάτια. «Δε θα μπορούσε να υπάρχει μία τέτοια χώρα. Μου
φαίνεται απίθανο!»
«Σαφώς και υπάρχει.
Είναι η χώρα που φιλοξενεί προσωρινά τις εκκρεμείς καρδιές μέχρι να
ξαναβρούν τη θέση τους! Οι πιο πολλοί εδώ, αφελείς, κατά τη γνώμη μου,
τις κρεμούν στα δέντρα τα Χριστούγεννα ή τις χρησιμοποιούν στη
διακόσμηση του σπιτιού. Αλλά αποτελούν ψευδαίσθηση, έναν
αντικατοπτρισμό. Γιατί θα εξαφανιστούν αμέσως μόλις η καθεμιά βρει τη
θέση της».
«Και γίνεται συχνά αυτό που λες; Γιατί εγώ έχω δει πολλές τέτοιες κρεμασμένες σε σπίτια και σε μαγαζιά».
«Ναι, παραμένει και αυτή ως εκκρεμότητα, η αλήθεια είναι… Χμ!»
έκανε ο παππούς χαϊδεύοντας σκεπτικός το παχύ κιτρινόλευκο από την πίπα
μουστάκι του, όπως έκανε κάθε φορά που σκεφτόταν κάτι σοβαρά. «Μα γι’
αυτό πρέπει να γράψουμε την ιστορία. Όσοι κρεμούν τις καρδιές έχουν και
οι ίδιοι μία εκκρεμότητα. Βλέπεις εσύ καμιά καρδιά εδώ μέσα κρεμασμένη;»
Κοίταξε το Θωμά, που εκείνη την ώρα κρατούσε στη χούφτα του
συνοφρυωμένος το μενταγιόν του. Και δεν ήταν συνοφρυωμένος γιατί ο
παππούς κατάλαβε πως δεν το φορούσε πια στο λαιμό του αλλά το κρατούσε
στην τσέπη, ούτε γιατί ντρεπόταν λίγο για το κατακόκκινο χρώμα του σε
σχήμα καρδιάς, θεωρώντας το κάπως κοριτσίστικο.
«Τι είναι αυτό; Για να δω!»
Ο παππούς Λορέντζο πήρε στα χέρια του το μενταγιόν, σαν να
το αντίκριζε για πρώτη φορά, το άνοιξε και μέσα βρήκε… Δε βρήκε τίποτα!
«Εγώ θυμάμαι ότι είχε μία φωτογραφία εδώ με σένα και τους
γονείς σου, πού είναι;» έκανε λίγο ανήσυχος, διαπιστώνοντας την απουσία.
«Την έχασα».
«Δε χάνονται έτσι οι φωτογραφίες, και μάλιστα μέσα από ένα μενταγιόν».
«Οχού!!! Την έχασα σου λέω. Δεν ξέρω πού είναι».
«Καλά, αφού το λες εσύ, μπορεί και να χάθηκε. Εδώ κάνουν
φτερά οι άνθρωποι, δε θα κάνουν τα πράγματα; Ίσως εξαιτίας όλων αυτών να
πρέπει εσύ να γράψεις την ιστορία».
«Ποια ιστορία;»
«Ε, δεν είπαμε; Για τις εκκρεμείς καρδιές. Θα δείξεις και στη
δασκάλα, επιστρέφοντας το φθινόπωρο στο σχολείο, ότι δε χάζευες απλώς
όλη την ώρα».
«Καλά, και πού να πω ότι πάνε όταν σταματούν να είναι εκκρεμείς, αν τη γράψω τελικά;»
«Χμ! Επιστρέφουν στον κάτοχό τους, φυσικά! Δεν έχεις ακούσει
κανέναν να λέει “Ουφ! Πήγε η καρδιά μου στη θέση της”; Αυτό εννοούν».
«Και τι γίνεται τότε;»
«Τότε τη θέση τους παίρνει ένα φωτεινό σημείο συμπληρώνοντας το κενό, σαν να νικιέται λίγο λίγο το σκοτάδι».
«Είναι πολύ σκοτεινά εκεί, παππού;»
«Όχι πολύ. Αλλά το φως έχει δουλειά ακόμα μέχρι να διαχυθεί παντού».
«Ε, τι να γράψω μετά; Τα είπες όλα εσύ!»
Κοίταξε όλο αμφισβήτηση τον παππού Λορέντζο ο Θωμάς.
«Εγώ; Τίποτα δεν είπα! Αυτά είναι γνωστά σε όλους. Εσύ μένει να αποκαλύψεις την αθέατη πλευρά της ιστορίας».
«Δεν καταλαβαίνω γιατί οι άνθρωποι λένε ιστορίες! Μου φαίνεται χαζό. Αφού τίποτα δεν είναι αλήθεια έτσι κι αλλιώς».
«Έτσι λες; Χμ! Θωμά, μόνο όταν νιώσεις πραγματικά την ανάγκη
να αφηγηθείς μία δική σου ιστορία θα καταλάβεις το γιατί».
Ο Θωμάς πήγε για ύπνο τελικά νευριασμένος και συγχυσμένος χωρίς να
ξέρει το γιατί. Ο παππούς Λορέντζο, σκεφτόταν, είχε ενδιαφέρουσες
απόψεις συνήθως για τον κόσμο, αλλά κάποιες τού φαίνονταν τελείως χαζές.
Άκου η χώρα με τις εκκρεμείς καρδιές! Το μόνο εκκρεμές που ήξερε ήταν
εκείνο του ρολογιού στο σαλόνι, που, όταν έπαιζαν σκάκι, τον ζάλιζε με
το πέρα δώθε του και δεν τον άφηνε να συγκεντρωθεί. Ίσως γι’ αυτό να
έχανε σε όλες τις παρτίδες, τώρα που το συλλογιζόταν!
Στ’ αλήθεια πάντως δεν είχε ιδέα πού ήταν η φωτογραφία. Μία
μέρα άνοιξε το μενταγιόν, γιατί φοβήθηκε ότι άρχισε να ξεχνά τη μορφή
των γονιών του, και τότε διαπίστωσε πως είχε χαθεί. Την έψαξε παντού,
κάτω από το κρεβάτι, μες στα παπούτσια, στις μικρές τσέπες του λούτρινου
καφέ αρκούδου του, σε κάθε γωνιά του σπιτιού, τίποτα. Η φωτογραφία είχε
διά μαγείας κάνει φτερά! Όπως είπε ο παππούς, εδώ κάνουν φτερά οι
άνθρωποι, και σαν να είχε ένα δίκιο σε αυτό. Τη μαμά του Αθανασία την
έλεγαν, που σημαίνει εκείνη που δεν πεθαίνει, και τώρα βρισκόταν με τους
δίκαιους, άκουσε να λένε στην εκκλησία εκείνο το κατάμαυρο πρωινό. Ή με
τους δικαιωμένους; Ή με τους αδικημένους; Μπερδεύτηκε ξανά. Και σε
εκείνον ούτε ένα τόσο δα της ίδιας του της μαμάς δεν του αναλογούσε;
Μόνο εκείνη ήταν αδικημένη;
Και για
τον μπαμπά Γρηγόρη, που ήταν ράκος, όλοι είχαν να πουν. Χαμηλόφωνα, όπως
κάνουν συνήθως οι μεγάλοι, και όχι μόνο στις κηδείες. Εκείνον, πάλι,
δεν τον πρόσεχαν, σαν να ήταν και χαζός εκτός από μικρός, στεναχωρημένος
και νευριασμένος. Και έναν κόμπο στο λαιμό είχε και στο στομάχι, αλλά
για αυτά κανείς δεν τον ρωτούσε. Όλο για τη μαμά έλεγαν τι καλή και ότι
κακός λόγος δεν ακούστηκε ποτέ ή παράπονο από εκείνη. Και εντάξει η
καλοσύνη, το παράπονο γιατί; αναρωτιόταν. Όλα τέλεια είναι, δηλαδή, για
να μην έχουμε ποτέ παράπονα; Λες και η σιωπή είναι ωραίο να επικρατεί
και εκτός νεκροταφείου. Νεκρόπολη την έλεγε πιο καλά ο παππούς. Όταν
πήγαν, ας πούμε, με τη μαμά να πάρουν παπούτσια και το ένα ζευγάρι τον
στένευε τόσο, που του ήρθε να βάλει τα κλάματα από τον πόνο, να μη
μιλούσε; Να υπέμενε σαν καλό παιδί το μαρτύριο; Και πώς θα έτρεχε μετά
στο προαύλιο με τους φίλους του;
Έτρεχε…
φίλοι… Ο μπαμπάς Γρηγόρης, βιαστικός όπως πάντα, δεν περίμενε να ανάψει
το κόκκινο, και ήρθε το μπαμ! Η μαμά διαλύθηκε, έγινε κομματάκια. Έτσι
τη φανταζόταν μες τα νεύρα του, σαν να γινόταν πιο πολλές έτσι, εφόσον
δεν είχε ούτε τη μία. Στην αρχή δεν είχε εικόνες, δε σκεφτόταν τίποτα.
Πώς αισθάνεσαι, Θωμά; τον ρωτούσαν. Δεν αισθάνομαι τίποτα, έλεγε. Σιγά
σιγά άρχισε να πυρώνει κάτι μέσα του, εκεί στο στομάχι, τα πόδια του
μούδιαζαν, το μυαλό του καιγόταν με μαύρα όνειρα, λες και όλα
φιλτράρονταν από παραμορφωτικό καθρέφτη. Ενώ παλιά του άρεσε να βλέπει
όνειρα, σταδιακά του κόπηκαν και η όρεξη και ο ύπνος. Και στην καρδιά
κενό, σαν να μην υπήρχε τίποτα εκεί. Αργότερα, όμως, την έφερνε στο
μυαλό του ως ένα τεράστιο χαμόγελο που διαλυόταν σε χίλια κομμάτια και
γινόταν σκόνη. Τίποτε δεν έμενε. Αέρας όλα. Πώς να νιώθει την καρδιά του
μετά!
Ευτυχώς ο μπαμπάς του
τουλάχιστον ήταν καλά. Όλα γρήγορα γίνονται κάτι τέτοιες στιγμές, δεν
καταλαβαίνεις. Και μετά το ίδιο γρήγορα έφυγε και εκείνος. Έπαθε σοκ,
έλεγαν, αλλά τη γλίτωσε με ένα κάταγμα στο χέρι. Τέτοιο σοκ, όμως, που
δεν μπορούσε ούτε να αντικρίσει το Θωμά ούτε να μείνει μόνος του μαζί
του. Έτσι βρέθηκε να περνά το καλοκαίρι με τον παππού κοντά στη θάλασσα.
Ο ασυνήθιστος παππούς έφερνε πάντα σε αμηχανία τον μπαμπά του, που δεν
ήθελε πολλές σχέσεις μαζί του, γιατί τον θεωρούσε ιδιόρρυθμο και έβλαπτε
το ίματζ του στην εταιρεία, στους κύκλους του, ακόμα και στον ίδιο
εκείνο το Θωμά θα ήταν κακή επιρροή. Έτσι τουλάχιστον τον είχε ακούσει
να λέει στη μαμά του παλιά. Γι’ αυτό μόνο με τους συγγενείς του μπαμπά
διατηρούσαν σχέσεις μέχρι τότε. Η μαμά του μάλλον ήταν όντως πολύ ήπια,
όπως έλεγαν όλοι. Και τώρα που έχασε τα αυγά και τα πασχάλια ο μπαμπάς
Γρηγόρης, ο Θωμάς έμενε με τον παππού, που λίγο τον είχε ζήσει, και ο
μπαμπάς ποιος ξέρει; Μόνος.
Άρον άρον με
μία μικρή βαλιτσούλα στο χέρι πήγε με το λεωφορείο στον παππού, καθώς ο
μπαμπάς του δεν μπορούσε να οδηγήσει, μαζί με τον αρκούδο του, που
έτρωγε ζούληγμα γερό στις δυσκολίες, αλλά δεν το έλεγε σε κανέναν, γιατί
ντρεπόταν. Λίγο αργότερα του έστειλαν και το κρεβάτι του. Η μόνη
παραχώρηση που του έγινε σε «έπιπλο». Έτσι, κοιμόταν στο τεράστιο πουφ
του, που ήταν προστατευμένο γύρω γύρω με μία κουνουπιέρα κρεμασμένη από
το ταβάνι, ειδική κατασκευή του παππού Λορέντζο, απωθητική για τα
κουνούπια. Α, πήρε βέβαια και την αόρατη μπάλα του! Αλλά αυτή δε
μετρούσε, την έπαιρνε παντού. Άλλωστε, μόνο εκείνος μπορούσε να τη δει.
Στα μάτια του χρύσιζε συνδυάζοντας πολλά χρώματα μαζί, αλλά το κυρίως
ατού της ήταν ότι έλαμπε στο σκοτάδι. Αυτό δεν το είχε φανερώσει σε
κανέναν, ούτε στην Κατερίνα. Όταν το είπε στον παππού, όμως, του
απάντησε σιβυλλικά με το χαρακτηριστικό του ύφος.
«Χμ! Πάντα χρειάζεται ένας φωτεινός φίλος δίπλα μας για τα
μεγάλα σκοτάδια. Κράτα τη γερά κοντά σου. Ποτέ δεν ξέρεις πότε μπορεί να
σου χρειαστεί».
Και, σκεφτόμενος αυτά,
αποκοιμήθηκε ο μικρός Θωμάς. Στον ύπνο του όντως βρέθηκε στη χώρα με τις
εκκρεμείς καρδιές. Ήταν αμέτρητες, όλων των χρωμάτων, και μία εσωτερική
λάμψη έκαιγε στον πυρήνα τους, αναδεικνύοντας το επίχρισμά τους
διαφανές. Ο ίδιος καθόταν σε μία κατακόκκινη, όπως σε αλογάκι του
καρουζέλ. Ήταν όλες κρεμασμένες από κορδέλες, που η άκρη τους χανόταν
ψηλά στο σκοτεινό θόλο. Έμοιαζε να τις κρατούν αόρατα χέρια και να τις
ταλαντεύουν, γιατί όλες μαζικά χόρευαν αέρινα ακολουθώντας μία
κυματοειδή ρυθμική κίνηση. Μπορούσε να ορκιστεί ότι άκουγε ορχηστρική
μουσική μαγεμένος και υπνωτισμένος από την ηχοκινητική αρμονία. Ή μπορεί
να ήταν συμπαντική μουσική, σαν να επρόκειτο για ουράνιες σφαίρες και
όχι για καρδιές ανθρώπων. Τότε παραφώνησε ένας θρήνος, προερχόμενος από
διαφορετική συχνότητα, ανεπαίσθητος στην αρχή. Ταξίδευε από πολύ μακριά,
μόλις που τον άκουγε, φτάνοντας ίδιο παράπονο στ’ αυτιά του. Σταδιακά,
όμως, η ένταση αυξανόταν, αυξανόταν, μέχρι που έγινε δόνηση εκκωφαντική,
θρυμματίζοντας τις καρδιές σε απειράριθμα κομματάκια, και ο Θωμάς
άρχισε να πέφτει, να πέφτει, να πέφτει, επιστρέφοντας στο ζεστό του
κρεβάτι με τα νεύρα τεντωμένα σκοινιά, ενώ ο θρήνος εξακολουθούσε ακόμα
να ηχεί στ’ αυτιά του.