"Με ένα πλατύ τρεμάμενο βλέμμα κοίταξε βαθιά μες στη μαυρίλα που
κατάπινε την κατηφόρα πίσω της και ύστερα στύλωσε τα μάτια στον παλιό
μύλο, στην κορυφή του λόφου. Το μονοπάτι στο οποίο είχε περπατήσει
ανηφόριζε την βραχώδη πλαγιά χαράζοντας μια δυσδιάκριτη πια, στενή κι
ακανόνιστη λωρίδα.
Ένας άστατος χειμωνιάτικος καιρός
ξεσήκωνε παράξενα τη νύχτα. Κάποιες φορές τόσο παράξενα, που η νύχτα
έμοιαζε να χορεύει υπάκουα στο άγριο ρυθμό που παράγγελνε ο αέρας και
μια βροχή που πλανιόταν αβέβαια στην ατμόσφαιρα. Ολότελα χαμένη σε αυτή
την ερημιά, κοντοστάθηκε να πάρει ανάσες. Η νύχτα, χωρίς αστέρια και
φεγγάρι σε αυτόν τον τόπο, ήταν πρωτόγνωρα αφιλόξενη.
Το
σκοτάδι ξεχυνόταν ερμητικά ολόγυρα της σπρωγμένο απ’ τον άνεμο, σαν
κάποιο μυθικό πουλί που απλώνει μαύρες φτερούγες κι ύστερα στριφογυρίζει
ασάλευτα, χαμηλώνοντας σε βάθη ισκιερά και παγωμένα. Ανατρίχιασε.
Ανατρίχιασε στην ιδέα πως η νύχτα σε αυτό το μέρος, αποδεικνυόταν ένα
πλάσμα ζωντανό, ένα τέρας αχανές κι απροσμέτρητο κι οπωσδήποτε αδηφάγο,
που αναστήθηκε απ’ τον αέρα και τη βροχή, ή απλά, επειδή αυτό το
παράδοξο της νύχτας συμβαίνει πάντοτε στις ερημιές του κόσμου.
Δίστασε
να συνεχίσει μέχρι το μύλο. Τι μέρος ήταν κι αυτό που βρέθηκε αυτή τη
φορά!. Η θέα του παλιού κτιρίου στην κορυφή του λόφου, της έφερε ένα
δεύτερο μούδιασμα που το γνώριζε καλά. Ο μύλος έχασκε τα
σκοτεινά κενά του, εκεί που κάποτε υπήρχαν παράθυρα, σαν τις τρύπες στη
θέση των ματιών κάποιου κρανίου, που ξεπροβάλλει μπροστά σου απρόσμενα,
ξεχασμένο στους μαρμάρινους πάγκους, έξω από κάποιο ερημωμένο
οστεοφυλάκιο. Απ’ την άλλη ήταν όλη αυτή η παράξενη νύχτα, το αδηφάγο
μυθικό πουλί που παγώνει και σκιάζει οτιδήποτε κάτω από αυτό. Δίχως άλλη
σκέψη, σχετικά με το που ήταν χειρότερα, μέσα ή έξω απ’ το μύλο,
προχώρησε στο μονοπάτι που φάρδαινε για να καταλήξει σε ένα πλάτωμα
μπροστά στην πόρτα του παλιού κτιρίου.
Το μούδιασμα ενός
φόβου, πιο δυνατού, το παλιό και γνώριμο, ξανάρθε. Όπως όταν ήταν μικρή
και πλησίαζε, τη νύχτα, την αποθήκη στην άκρη της αυλής και ποτέ δεν
έφτανε αρκετά κοντά. Πίσω από το νάιλον που κάλυπτε την πόρτα κι έτρεμε
σε κάθε πνοή του ανέμου, παραμόνευε η φιγούρα του χειρότερου παιδικού
της τρόμου. Ο γέρος. Ο γέρος με την ακαθόριστη μορφή, η με κάποια απ’
τις χίλιες σατανικές που υπέθετε η ίδια ότι παίρνει, όταν έρχεται για να
πάρει τα παιδιά.
Έσπρωξε το ένα θυρόφυλλο. Οι
σκουριασμένες ριζέλες έτριξαν παράφωνα και παρατεταμένα. Ενώ προχώρησε
για λίγο μέσα στο σκοτάδι, εισέπνευσε τη βαριά μυρωδιά του χώρου, σκόνη
και μούχλα ανακατεμένη με τη σαπίλα του ξύλου των παλιών δοκαριών. Πάντα
φοβόταν όταν ταξίδευε σε ερημικά μέρη. Αυτή πήγαινε πρώτη κι εκείνος
ερχόταν μετά. Ήταν μια συνάντηση που βασιζόταν σχεδόν
στο προαίσθημά της. Κι όμως όλο αυτό, τολμούσε να ομολογεί κατόπιν, της
άρεσε. Της άρεσε το περίπου τυχαίο και απροόριστο του ταξιδιού, τα
αλλόκοτα μέρη κι ο φόβος που της προκαλούσαν, ο κάθε είδους φόβος
σχετικά με εκείνον και πάνω από όλα ο συνολικός φόβος που της ενέπνεε το
παιχνίδι. Της άρεσε η προσήλωση στο παιχνίδι. Η προσήλωση που
περπατούσε μέσα από το φόβο γλυκά, ηδονικά κι επικίνδυνα.
Κράτησε
την ανάσα της καθώς ένιωσε τη βαριά μυρωδιά του χώρου να την πνίγει και
την ίδια στιγμή το κορμί της άρχισε να παγώνει. Από το σαγόνι της
έσταζαν οι σταγόνες εκείνης της αδύναμης βροχής που τελικά την είχε
ποτίσει ως το κόκαλο. Πιο πολύ ήταν αυτός ο γνώριμος παιδικός φόβος που
την έκανε να παγώνει.
Το μέρος ήταν όντως πολύ σκοτεινό
και παράξενο, πλημμυρισμένο από τους ήχους της σιωπής που στοιχειώνουν
όλα τα παλιά ερημικά μέρη. Ήχοι πρωτόγνωροι που αρχίζεις να τους ακούς
μόνο σαν βρεθείς ολομόναχος. Τριξίματα, θρόοι, αμυδροί κρότοι του ξύλου,
αλλόκοτοι ψίθυροι των τοίχων κι ίσως τα βήματα κάποιου που έρχεται και
ξανάρχεται χωρίς να έφυγε ποτέ από κει. Γύρισε πίσω και στάθηκε στο
κατώφλι προτιμώντας να κοιτάζει έξω. Πότε πότε, κάποια αστραπή αυλάκωνε
τον ουρανό φωτίζοντας στιγμιαία το λόφο.
Κάθε στιγμή που
περνούσε ένιωθε όλο και πιο άσχημα. Η καρδιά της επέμενε να κλωτσά, η
ανάσα της είχε γίνει γρήγορη και το κεφάλι της ήταν βαρύ,
παραζαλισμένο, σαν από πυρετό. Όταν άκουσε πατήματα να έρχονται από ένα
ακαθόριστο σημείο μέσα από το μύλο, δεν άντεξε άλλο. Τώρα ο φόβος της
έγινε θολό νερό που την έπνιγε. Τα πόδια της, μολύβια ασήκωτα, δεν τη
βαστούσαν και το κεφάλι της χάθηκε στη δίνη μιας αφόρητης ζάλης. Ούτε
που κατάλαβε πότε και πώς σωριάστηκε στο χωμάτινο δάπεδο του μύλου, λίγο
πιο μέσα από το κατώφλι της πόρτας.
Το σώμα της
διαλύθηκε καθώς το μυαλό της έφτασε. Έφτασε, όπως γινόταν όλες τις φορές
λίγο πριν τον συναντήσει. Έφτασε σε κείνο το μυστικό πολυπόθητο τέρμα,
χωρίς να είναι κοντά της, χωρίς να του δοθεί, χωρίς να την έχει
ψηλαφίσει εκείνος, παρά μονάχα ο φόβος της γύρω από κείνον.
Όταν
μισάνοιξε τα μάτια, τον ξεχώρισε στο φως μιας αστραπής, να στέκεται
στην πόρτα του παλιού μύλου και να μην κάνει τίποτα, σαν να μην τον
ένοιαξε καθόλου που τη βρήκε πεσμένη κατάχαμα. Όχι πως την παραξένεψε ο
τρόπος του, η απάθεια ήταν μέρος του παιχνιδιού. Μετά άλλαζε σε ένα
είδος τρυφερότητας, αφού πρώτα την έκανε να αμφιβάλλει και να αδημονεί
για την επόμενη κίνησή του, η οποία ερχόταν ξαφνικά, σχεδόν ανέλπιστα.
Όπως
ήταν πεσμένη στο χωμάτινο δάπεδο του μύλου, ανασηκώθηκε στους αγκώνες
και περίμενε. Αυτή τη φορά εκείνος, έμενε για τόση πολύ ώρα παγερά
ασάλευτος, που εκείνη άρχισε να αναρωτιέται τι σόι πράμα ήταν αυτό το
καινούριο παιχνίδι.Το μόνο που μπορούσε να διακρίνει
ήταν μια αρρωστημένη λάμψη στα μάτια του. Ανατρίχιασε πάλι, όπως όταν
ανέβαινε το μονοπάτι του λόφου, τότε που διαπίστωνε πόσο διαφορετική
ήταν η νύχτα σε αυτό το μέρος. Τώρα όλη αυτή η παράξενη νύχτα, ήταν η
μουντή φιγούρα του στην πόρτα. Η αρρωστημένη λάμψη των ματιών του δεν
ήταν τίποτα άλλο, παρά το έμβλημα μιας σκοτεινής εξουσίας σε κάθε
κομμάτι του κόσμου της.
Όταν τον είδε να κινείται στο
σκοτάδι και να χαμηλώνει το κορμί του πάνω της, ένιωσε για πρώτη φόρα
εκείνον τον άλλον φόβο, αυτόν που ήταν πέρα από κάθε παιχνίδι και που
δεν έχει να κάνει με μια προσχεδιασμένη έξαψη. Ένιωσε τον πανικό, τον
μοναδικό και έναν, τον γνήσιο, σκοτεινό κι αδηφάγο επιδρομέα της ψυχής,
αυτόν που έρχεται αιφνιδιαστικά, όταν το σώμα συνταράσσεται και
κραυγάζει στο μυαλό πως η ζωή κινδυνεύει.
Τα χέρια του τυλίχτηκαν γύρω από το λαιμό της και τα δάχτυλα του έπνιξαν την ανάσα της σε μια σφιχτή κι ευέλικτη θηλιά…"
Όταν κατάλαβε πως όλοι είχαν τελειώσει την ανάγνωση, τους είπε:
«Κύριοι συνάδελφοι, θα ήθελα μια πρόχειρη διάγνωση».
Διστακτικά, κάποιος από το μικρό ακροατήριο, τόλμησε να διαμαρτυρηθεί.
«Μα δε μας δίνετε ούτε καν το ιστορικό της ασθενούς. Τι είναι όλο αυτό;»
«Ένα κείμενο που έγραψε η ίδια» απάντησε βαριεστημένα.
«Αν είναι κείμενο της ασθενούς, τότε γιατί περιγράφει σε τρίτο πρόσωπο και το λογοτεχνίζον ύφος στην αφήγηση τι νόημα έχει;»
«Το τρίτο πρόσωπο στην αφήγηση ή το τρίτο πρόσωπο στην ιστορία;» διέκοψε μια γυναικεία φωνή από τα πίσω καθίσματα.
Τα
μάτια του καθηγητή στιγμιαία καρφώθηκαν πάνω στο πρόσωπο που μίλησε
τελευταίο και ύστερα, μάλλον αδιάφορα, αναζητούσαν ένα καινούριο πρόσωπο
που θα ήθελε να διατυπώσει τη δική του υπόθεση. Η ταραχή του έμεινε
μυστικό δύο προσώπων. Τόσα χρόνια, όσες φορές είχε δώσει την ίδια άσκηση
στους ειδικευόμενους, κανείς δεν του είχε αναφέρει ένα τρίτο πρόσωπο
στις υποθέσεις που διατυπώνονταν και φυσικά κανείς δεν είχε κατορθώσει
να κάνει τελική διάγνωση, αυτήν που ταυτιζόταν με την αλήθεια.
«Όλα
τα χρόνια της νοσηλείας της δεν είπε ούτε μια λέξη. Κατά καιρούς έδινε
και ξανάδινε το ίδιο κείμενο. Με μια πιστότητα που φανέρωνε εμμονή. Δεν
άλλαζε ούτε κόμμα στο γραπτό της. Μόνο εικασίες μπόρεσαν να γίνουν. Έτσι
η θεραπεία της ποτέ δεν ήταν στοχευμένη» πληροφόρησε το ακροατήριο σε
μια πράξη γενναιοδωρίας.
Κάποιος άλλος βιάστηκε να βγάλει ένα συμπέρασμα:
«Σεξουαλική
κακοποίηση μάλλον. Αποστασιοποίηση από τον εαυτό της ως υποκείμενο,
ώστε να μην πληγώνεται από την ανάμνηση. Προτιμά να δει τον εαυτό της
μέσα στο τραυματικό γεγονός, όπως βλέπει ο συγγραφέας τον ήρωά του μέσα
σε μια ιστορία. Αποφεύγει να φτάσει στο τέλος γιατί ίσως επακολούθησε
βιασμός. Ίσως και να μην θυμάται το βιασμό, επειδή η ασφυξία που της
προκάλεσε ο δράστης την έκανε να χάσει τις αισθήσεις της. Το ότι
παρουσιάζει τον εαυτό της να πηγαίνει οικεία θελήσει στον τόπο του
συμβάντος και μάλιστα να ανακαλεί οργασμό ή οργασμική ετοιμότητα μέσω
του φόβου, πριν εμφανιστεί το άλλο πρόσωπο, δείχνει σύνδρομο
Στοκχόλμης».
«Δε μας είπατε τίποτα σπουδαίο, πρόχειρη η εκτίμησή
σας και επιστημονικοφανής» είπε ο καθηγητής καταρρέοντας τον
ειδικευόμενο που είχε τολμήσει να δώσει μια δοκησίσοφη διάγνωση. Αυτό το
κομμάτι το διασκέδαζε εξαιρετικά ο καθηγητής: να προκαλεί καταρρεύσεις
βιαστικών και υπερφίαλων.
«Είσαστε ελεύθεροι. Μέχρι μεθαύριο πρέπει να μου έχετε παραδώσει τις διαγνώσεις και την προτεινόμενη θεραπεία».
Καθώς
άδειαζε η αίθουσα, η γυναίκα από το κυλικείο έφερε τον καφέ του
καθηγητή. Της έριξε μια ματιά ψελλίζοντας ένα ευχαριστώ και ύστερα
έσκυψε το κεφάλι στους φακέλους των ασθενών που είχε μπροστά του. Σαν να
τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα σήκωσε τα μάτια στη γυναίκα που έφευγε.
«Είστε η καινούρια στο κυλικείο;»
Δεν
πήρε απάντηση. Η γυναίκα βγήκε έξω από την αίθουσα κλείνοντας πίσω της
την πόρτα. Μια άλλη φωνή τράβηξε το βλέμμα του στα πίσω καθίσματα.
«Γνωρίζω το τρίτο πρόσωπο».
Η
αξιοπρόσεκτη σίγουρα, τριαντάχρονη μάλλον, γυναίκα, μια από τους
νεοαφιχθέντες ειδικευόμενους, πλησίασε στην έδρα. Για τη γυναίκα που
κάθισε αναιδώς στο διπλανό κάθισμα σταυρώνοντας τα πόδια, είχε σκεφτεί
πως πέρα από το γεγονός πως ήταν αξιοπρόσεκτη με την πρώτη ματιά, είχε
πολύ χρόνο μπροστά του για την προσέξει περισσότερο, όσο θα διαρκούσε η
ειδίκευση.
«Πιείτε τον καφέ σας. Η ιστορία που έχω να σας πω μας αφορά».
«Σε
ακούω» της είπε μπερδεμένος ανάμεσα στο άγχος μιας αποκάλυψης και στην
αποκάλυψη που εισέπραττε από το χαδιάρικο, στις τελευταίες λέξεις της,
τόνο της φωνής της και από την σαγηνευτική εικόνα της δίπλα του.
Ο καθηγητής ήπιε μια μεγάλη γουλιά από τον καφέ του και η ειδικευόμενη ξεκίνησε την ιστορία της.
«Πριν
πολλά χρόνια, σε μια μικρή πόλη, ζούσε ένα κοριτσάκι με τη μητέρα του.
Πατέρας δεν υπήρχε, γιατί εξαφανίστηκε μόλις η μάνα του κοριτσιού έμεινε
έγκυος. Η μάνα δούλευε στο κοιμητήριο της πόλης και κέρδιζε κάποια
χρήματα φροντίζοντας τάφους. Συχνά έπαιρνε και το κοριτσάκι της μαζί και
έτσι το κοριτσάκι προσπαθούσε να ταιριάξει τα παιδικά του παιχνίδια με
τα οστά και τα κρανία που λιάζονταν έξω από το οστεοφυλάκιο μετά τις
εκταφές και πριν μπουν στις οστεοθήκες.
Φυσικά εκείνα τα χρήματα δεν
έφταναν και έτσι εκπορνευόταν στην αποθήκη της αυλής του σπιτιού της.
Προκειμένου να αποτρέψει την κόρη από το να πλησιάζει στην αποθήκη, της
είχε δημιουργήσει έναν σχετικό φόβο: στην αποθήκη πίσω από το νάιλον της
πόρτας παραμόνευε τα βράδια, μόνο τα βράδια, ο γέρος που παίρνει τα
παιδιά. Ένα βράδυ το κοριτσάκι αποφάσισε να αντιμετωπίσει το φόβο του.
Πριν προλάβει να τραβήξει το νάιλον, πετάχτηκε ένας άντρας με στολή. Η
ματιά του καρφώθηκε στο πουλί που ήταν ραμμένο στο δίκοχο που φορούσε ο
άντρας. Μέσα στην αποθήκη πρόλαβε να δει τη μάνα του μισόγυμνη να
συμμαζεύει τα ρούχα της και να ντύνεται βιαστικά.
Το κοριτσάκι μεγάλωσε,
έγινε γυναίκα. Είτε από τύχη, είτε από πείσμα, βρέθηκε να σπουδάζει,
ενώ παράλληλα προσπαθούσε να γράψει για να λυτρωθεί από τους δαίμονές
της. Η ψυχική της υγεία είχε αρχίσει να κλονίζεται. Όταν έγινε
σεξουαλικά ενεργή, διαπίστωσε πως δεν μπορούσε να φτάσει σε οργασμό αν
δεν έμπαινε σε διαδικασία φόβου. Μίλησε γι’ αυτό σε κάποιον που νόμιζε
πως μπορούσε να εμπιστεύεται. Με τη βοήθεια αυτού του φίλου,
τελειόφοιτου της σχολής της, κλείνονταν ραντεβού σε ερημικά μέρη με έναν
πρώην τρόφιμο φυλακής που είχε κατηγορηθεί για σεξουαλικά εγκλήματα.
Θεατής πάντοτε στις συνευρέσεις ο φίλος της και αντάλλαγμα κάποιες
συνευρέσεις μαζί του.
Την τελευταία φορά ο εραστής της ξέφυγε από κάθε
έλεγχο, αποπειράθηκε να την στραγγαλίσει και όταν εκείνη έχασε τις
αισθήσεις της τη βίασε με αγριότητα. Θεατής και πάλι ο φίλος της. Η
γυναίκα βυθίστηκε σε απόλυτη ψυχική κατάρρευση παρουσιάζοντας συμπτώματα
βαριού αυτισμού. Σε μια πράξη εξιλέωσης, ο φίλος της την πήρε στην
κλινική όπου έκανε την ειδικότητά του. Μάλλον ήθελε να σιγουρευτεί πως
δεν θα συνερχόταν ποτέ. Η γυναίκα είχε μείνει έγκυος. Γέννησε το παιδί
της, ένα κοριτσάκι, εκεί που νοσηλευόταν. Το παιδί δόθηκε για υιοθεσία.
Έμεινε χρόνια νοσηλευόμενη, ώσπου μια μέρα το έσκασε».
Ο καθηγητής κατέβασε μια μεγάλη γουλιά από τον καφέ του και μαζεύοντας όση ψυχραιμία του είχε απομείνει της είπε:
«Ήταν
όντως εξιλέωση. Έκανα το καλύτερο που μπορούσα. Τι θέλεις από μένα; Αν
νομίζεις ότι μπορείς να με εκβιάσεις γελάστηκες. Πως τα έμαθες όλα
αυτά;»
«Από τη μητέρα μου. Α, ξέχασα να σας πω πως η κόρη της, την
οποία εσείς δώσατε για υιοθεσία, κάποτε αναζήτησε τις ρίζες της. Με τη
βοήθεια της, η γυναίκα το έσκασε. Με τη βοήθειά της έγινε καλά. Τα
φάρμακα που της δίνατε την κρατούσαν σε βαθιά νοσηρότητα. Με τη βοήθεια
της κόρης της, σήμερα άρχισε να εργάζεται. Μαντέψτε που. Α, και για να
μην σας μείνει κενό στην ιστορία: με τη βοήθεια της κόρης της, χτες
βράδυ, ο ανώμαλος, πρώην τρόφιμος φυλακής, που τη βίασε, βρέθηκε...
απανθρακωμένος στο αυτοκίνητό του σε μια ερημιά».
Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα και η γυναίκα που είχε φέρει πριν ώρα τον καφέ, ήρθε και στάθηκε μπροστά του.
«Να σας συστήσω τη μητέρα μου, πρώην ασθενής σας, πρώην ερωμένη σας, πρώην θύμα σας και από σήμερα υπεύθυνη του κυλικείου».
Στο πρόσωπο του καθηγητή ζωγραφίστηκε μια ηλίθια έκφραση ιλαρότητας ανάμεικτης με απορία.
«Μη
σας ξενίζει η ευφορία που σας καταλαμβάνει. Είναι το πρώτο σύμπτωμα του
σεροτονινεργικού συνδρόμου. Τα υπόλοιπα σας είναι γνωστά: υπνηλία,
αύξηση τενόντιων αντανακλαστικών, αδεξιότητα, ανησυχία, εφίδρωση,
σύγχυση, υπομανία, τρόμος, απώλεια συνείδησης και…θάνατος. Και για να
λυθεί και η τελευταία σας απορία: Με τη βοήθεια της κόρης της σας
σέρβιρε έναν καφέ που περιείχε ένα καλό κοκτέιλ από σιταλοπραμίνη,
βενλαφαξίνη, κλομιπραμίνη και διάφορα άλλα, το οποίο ήδη σας προκαλεί το
σύνδρομο που σας ανέφερα».
Είδε τη μεγαλύτερη γυναίκα να παίρνει
την κούπα του καφέ και να την βάζει σε μια τσάντα. Απόμεινε να τις
κοιτάζει. Ένιωθε πως δεν μπορούσε να κάνει το παραμικρό. Τελειώνοντας
μπροστά τους, ένα πράγμα ένιωσε με σιγουριά: Πως είναι να είσαι εσύ το
θύμα.