Ένα υπόκωφο
βουητό που ερχόταν από κάπου μακριά, έκανε το βουητό των κυμάτων να ακούγεται
δεύτερο και πιο φιλικό. Σιγά, σιγά κάλυπτε τη φασαρία της θάλασσας κι έπνιγε τη
φωνή του καπετάνιου που συνέχιζε να ουρλιάζει παραγγέλματα προς το πλήρωμα.
«Από πού
έρχεται;» φώναξε ο καπετάνιος στο ναύτη που είχε βάρδια στο παρατηρητήριο. Η
φωνή του ακούστηκε μόλις και μετά βίας ως το κατάρτι. Ο ναύτης δεν μπορούσε να
διακρίνει τίποτα μέσα στη μαυρίλα της νύχτας, μπορούσε όμως να ξεχωρίσει την
κατεύθυνση από όπου ερχόταν ο ήχος:
«Από δεξιά, από
τη γη Φυν» απάντησε στον καπετάνιο και μετά συμπέρανε μονολογώντας: "ότι κι αν είναι, έρχεται κατά πάνω
μας." Στο ίδιο συμπέρασμα είχε καταλήξει και ο καπετάνιος, όταν
παράγγειλε στους ναύτες να κάνουν κράτει στα κουπιά. Ότι και αν ήταν, έτρεχε
πολύ γρήγορα και σίγουρα δεν ήταν πλεούμενο.
Μαζί με το
βουητό που δυνάμωνε διαρκώς, παράξενες εικόνες έτρεξαν στο μυαλό όλων. Εικόνες
από ιστορίες των γερόντων για θεριά της θάλασσας και δαίμονες που έκοβαν στα
δυο όποιο καράβι τύχαινε να βρεθεί στο δρόμο τους και κατασπάραζαν τους ναύτες,
ή τους έπαιρναν μαζί τους σε τρύπες της αβύσσου, κάτω από τη θάλασσα.
Κάποια χέρια
παράτησαν τα κουπιά και έκλεισαν τ’ αφτιά τους που δεν άντεχαν τον βροντερό ήχο
που πλησίαζε. Κάποια κεφάλια γύρισαν για να κοιτάξουν τι ήταν αυτό που θα τους
έστελνε να συναντήσουν τους προγόνους τους, ίσως όχι τόσο τιμημένα όσο θα
ήθελαν, μιας και ο εμβολισμός, ή η συντριβή, ή ότι άλλο γινόταν την επόμενη
στιγμή, έδειχνε αναπόφευκτο.
Πιο πολύ από
όλους, ήθελε να δει ο καπετάνιος γιατί ο φόβος δεν κατόρθωνε, ούτε και ταίριαζε
άλλωστε, να σταθεί δυνατότερος από την περηφάνια τη φυλής του και την
περιέργεια του ριψοκίνδυνου θαλασσοπόρου. Στύλωσε το βλέμμα εκεί που το σκοτάδι
αραίωνε κάπως, καθώς φωτιζόταν από το φως της μεγάλης εστίας που έκαιγε στην
πρύμνη του καραβιού. Δυο κίτρινα μάτια άστραψαν πρώτα και μετά η φιγούρα
πετάχτηκε σαν δαίμονας από το σκοτάδι, αλλά όχι μέσα από τη θάλασσα όπως
περίμεναν.
Ό,τι είδαν,
κράτησε δυο ή τρεις στιγμές. Ένα γκριζόμαυρο πλάσμα, σαν σύννεφο σμιλεμένο σε
σχήμα καβαλάρη κι αλόγου, κάλπαζε ξέφρενα πάνω από τα κύματα. Οι αφροί τύλιγαν
πεισματικά τις οπλές, ενώ στα μεσόκενα από κύμα σε κύμα, τα πόδια του αλόγου
έκαναν άλματα στον αέρα.
Ο καβαλάρης,
σκυμμένος πάνω στη χαίτη του φοβερού τετράποδου, δεν χαλάλισε ούτε ένα αδιάφορο
βλέμμα στους τρομαγμένους Βίκινγκς. Προσπέρασε, στο χιλιοστό, το δράκο της
πλώρης και χάθηκε πάλι στο σκοτάδι, με κατεύθυνση τη γη Ζέελαντ.
Με μουδιασμένες
κινήσεις, οι ναύτες ξανάπιασαν τα κουπιά, ενώ το βουητό αντηχούσε ακόμα στ’
αφτιά τους. Και θα αντηχούσε για όσο ακόμα τους έμελε να ζήσουν. Ύστερα από
λίγο ο καπετάνιος φώναξε στους άντρες του:
«Σκύλοι του
Σόγκνε Φιόρντ. Θάρρος! Αφού ο δαίμονας δε μας πήρε μαζί του, κανένα θαλασσινό
θεριό και κανένα κύμα δεν είναι ικανό να μας πνίξει.» Κι εκείνοι απάντησαν με
μια ομόθυμη άγρια ιαχή.