Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2015

Μάργω - φως και φωτιά


( "Μάργω - φως και φωτιά" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος )
Φθινόπωρο… Ενώ κάνει τον βραδινό του περίπατο σ’ ένα τοπίο χαμένο στην καταχνιά, ο Στέφανος συναντά απρόσμενα τη Μάργω, μια μυστηριώδη γυναίκα που διεγείρει νου και σώμα πέρα από τα όρια. Θύμα της ανδρικής βίας σε χρόνους χαμένους στη λήθη –αλλά και ιδανική ερωμένη, πριν από αιώνες, ενός νεαρού μοναχού με τον οποίο γνώρισε τον αληθινό έρωτα– η Μάργω ακολουθεί μια παράξενη μοίρα που ορίζει τον ρόλο της στον κόσμο.

Ποια είναι στ’ αλήθεια; Νύμφη του βουνού; Μάγισσα των σκοτεινών χρόνων; Ή μήπως μια απολύτως πραγματική γυναίκα που ζει ανυπόταχτη, έξω από τις συμβάσεις κάθε εποχής; Ίσως ένα υψηλό πρότυπο, το ιερό θηλυκό, πανίσχυρο, ελεύθερο και συγχρόνως μητρικό και τρυφερό, Φως και Φωτιά του κόσμου προσωποποιημένη.

Η σύγκρουση με μια σκοτεινή σέχτα που θέλει να εξοντώσει τη Μάργω είναι αναπόφευκτη… Η εμπλοκή του Στέφανου, όπως και άλλων ανθρώπων που μοιάζουν αθώοι, θα οδηγήσει όλους τους ήρωες σε μια αναμέτρηση μπροστά στην πανάρχαια Δρυ. Άραγε, το παρελθόν επαναλαμβάνεται στο παρόν; Και πόσο επιθυμητό είναι να στοιχειώσει το μέλλον;

Ένα πρωτότυπο μυθιστόρημα, με ανθρωπολογικές και φιλοσοφικές προεκτάσεις, στο οποίο το φυσικό και το μεταφυσικό εμπλέκονται αλλόκοτα κάτω από τη μαγική παρουσία και την επιρροή της Μάργως.
 

Τρίτη 2 Ιουνίου 2015

Συνέντευξη στον Τάσο Αγγελίδη Γκέντζο



http://www.kulturosupa.gr/index.php/interviews/katsimpouris-tasos-aggelidis-9095/#.VW3y7Ea1c21

Φώτης Κατσιμπούρης, συγγραφέας:  Δεν υπάρχουν 100% ειλικρινείς απαντήσεις στις συνεντεύξεις.
 Ο Τάσος Αγγελίδης Γκέντζος συνομιλεί μαζί του αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή και τα σκυλιά λυμένα…


1. Ένας από τους βασικούς στόχους μιας συνέντευξης είναι να φιλοξενήσει μέσα στις γραμμές της τις αλήθειες κι ένας δεύτερος να διαβαστεί από όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους. Φυσικά μέσω αυτής “διαφημίζεται” και αυτός που την παραχωρεί στο μέσο. Έχετε την ευκαιρία να διαφημίσετε ανοιχτά και ξεκάθαρα αυτό που θα θέλατε και να πείσετε τους αναγνώστες μας για την αλήθεια σας.
 
      Ξεκάθαρα λοιπόν απαντώ πως με την ευκαιρία της συνέντευξης θέλω να γνωστοποιήσω ή να θυμίσω, σε όσους τη διαβάσουν, τη μέχρι αυτή τη στιγμή εκδομένη δουλειά μου. Είναι τρία μυθιστορήματα: Ο Σκιοφύλακας, Ο Όρκος και το Ανάμεσα σε δυο Αγγέλους. Περιέχουν την αλήθεια ή μια ειλικρινή εκδοχή της, εκείνην, της εποχής που τα έγραφα. Τώρα τι είναι αυτή η αλήθεια: Επειδή η διαδικασία της συγγραφής είναι προσωπική και μοναδική, ως αλήθεια μπορώ να προσδιορίσω τα συναισθήματα, τη συσσωρευμένη εμπειρία, τις προσωπικές κρίσεις και τις αναζητήσεις εκείνης της περιόδου. Το κατά πόσο όλα αυτά έπεισαν τον αναγνώστη: Αυτό εξαρτάται ως ένα βαθμό από τον τρόπο που τα μετέφερα στο χαρτί και από το πόσο άφησα ελεύθερο τον εαυτό μου να μιλήσει για αυτά. 

Από την άλλη εξαρτάται από το αν ο αναγνώστης έχει διάθεση να γνωρίσει την προσωπική μου εκδοχή της αλήθειας και γενικά αν τον ενδιαφέρει κάτι τέτοιο ή απλά τον ενδιαφέρει να πάρει ένα βιβλίο στα χέρια του και να περάσει ευχάριστα κάποιες ώρες διαβάζοντας πράγματα που έχει ξαναδιαβάσει με χίλιους δυο διαφορετικούς τρόπους αλλά ξέρει ότι θα τον ικανοποιήσουν και αυτό του αρκεί. Μεταξύ μας, ποιος από όλους τους "συμβαλόμενους", στις μέρες μας, δίνει μια δεκάρα για την αλήθεια. Αυτή είναι μια καλή ερώτηση. Το ζητούμενο κατά βάθος είναι η αρεστότητα.

2. Θα σας προκαλούσα να σκεφτείτε την μέχρι τώρα ζωή σας και να επιλέξετε στην συνέχεια να μας παρουσιάσετε τα ελαττώματα ή τα προτερήματά σας. Ξέρω πως όλοι οι άνθρωποι έχουν και ελαττώματα και προτερήματα. Στην παρούσα στιγμή θα με ενδιέφερε να επιλέξετε μόνο την αυτοσύσταση των προτερημάτων σας ή μόνο την αυτοσύσταση των ελαττωμάτων σας.

 
     Συχνά μια διάθεση ανταγωνιστικότητας που υπάρχει λίγο πολύ σε όλο το συνάφι, ένας παρορμητισμός  να κρίνω πράγματα με την πρώτη ματιά και αρκετές φορές να έχω κάνει βιαστικές εκτιμήσεις, για αυτό και αποφεύγω να εκφέρω κρίσεις πριν επεξεργαστώ όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες. Και αυτό το κάνω για να προστατεύσω τον εαυτό μου, φυσικά και για να μην αδικήσω κάποιον. Προσθέστε ανυπομονησία και αναβλητικότητα, περιόδους κυκλοθυμίας, αμφιθυμίας και αίσθησης αδιεξόδου.
Ακόμα, δυσκολία να επικοινωνήσω με ανοιχτό κοινό χωρίς να τα χάσωοπότε εκεί επιστρατεύω όσο ταλέντο υποκριτικής διαθέτω. Και σίγουρα υπάρχουν και άλλα. Αυτά είναι τα πιο ανεκτά. Ποιος τολμάει να μιλήσει για τους αληθινούς σκελετούς στην ντουλάπα του. Τπροτερήματα μου τα αφήνω στο Θεό ή στο διάβολο να τα αξιολογήσει αν υπάρχουν.
 
3. Δώστε μόνος σας έναν τίτλο από την ψυχή και το μυαλό σας για αυτή την συνέντευξη. Θα ήθελα αυτός ο τίτλος αρχικά να προβληματίσει τον αναγνώστη μας και στην συνέχεια να του δημιουργήσει την επιθυμία να διαβάσει τις απόψεις σας. Εφόσον καταφέρει να την διαβάσει μέχρι το τέλος... να του αφήσει και κάποιον προβληματισμό.
 
    Δεν υπάρχουν 100% ειλικρινείς απαντήσεις στις συνεντεύξεις. Μην την πατήσει κανείς και πιστέψει ότι τούτες δω διαφέρουν.

4. Αν δεν απαντήσετε σε κάποια από τις ερωτήσεις, κάτω από την ερώτησή μου θα βάλω μία παύλα. Θεωρώντας αυτονόητο πως όλες οι ερωτήσεις μου θα κινούνται στα πλαίσια της κοσμιότητας και θα έχουν να κάνουν με το μυαλό, την ψυχή και την ιδεολογία σας θεωρώ την αποφυγή μιας απάντησης ως αδυναμία έκφρασης και επικοινωνίας. Ποια είναι η δική σας άποψη περί του θέματος αυτού, αλλά και γενικότερα για την “ελευθερία” αυτού που παραχωρεί την συνέντευξη; 

 
     Αυθόρμητα και χωρίς πολλή σκέψη θα διάλεγα να μπει στην ερώτηση
μια παύλα αφού έχω δεδομένη αδυναμία επικοινωνίας. Τώρα το αδυναμία έκφρασης με χαλάει (και χαλάει την εικόνα μου, την ήδη ίσως, ως εδώ, χαλασμένη). "Τι στο διάολο συγγραφέας είναι, αν δεν μπορεί να εκφραστεί", θα σκεφτεί κάποιος. Οπότε έχω επιλέξει να απαντήσω σε όλες τις ερωτήσεις. Αυτός που παραχωρεί την συνέντευξη φαινομενικά έχει στενά περιθώρια - μην αναφέρουμε εδώ τις συχνές περιπτώσεις των προσυμφωνημένων ερωτήσεων - ωστόσο, για τους πιο γενναίους, υπάρχει πάντα ένα ευδόκιμο πεδίο ελιγμών στο οποίο οι πλέον έμπειροι, οι λεγόμενοι επικοινωνιακοί τύποι, μπορούν να απαντούν χωρίς να απαντούν ή να απαντούν στο ασαφές και στο περίπου, αλλά η απάντηση να βγάζει καλές ατάκες κι όλοι να είναι ευτυχισμένοι.

Υπάρχει και η δοκιμασμένη και τιμημένη από πολλούς οδός απαντώ με αποφθέγματα σπουδαίων προσώπων. Σίγουρα πράματα δηλαδή. Ορίζουν στη συνείδηση του αναγνώστη κάτι σαν αυταπόδεικτο, προκαλούν ένα στιγμιαίο "πολιτισμικό σοκ" ή απλά ένα νοητικό μπλοκάρισμα και δίνουν και την εντύπωση μιας ευρυμάθειας που καθηλώνει και δεν αφήνει περιθώρια για αντιρρήσεις. Και θα προσθέσω ένα τέτοιο, αφού το έχω πρόχειρο: "Πρέπει να έχει κανείς έναν έρωτα, ένα μεγάλο έρωτα, για να του εξασφαλίζει άλλοθι στις αδικαιολόγητες απελπισίες που κυριεύουν όλους μας." Είναι του Αλμπέρ Καμύ. Εντάξει … είναι άσχετο με την ερώτηση, αλλά είπαμε, έχω θέμα με την επικοινωνία και άλλωστε έχει μέσα τη λέξη έρωτας που είναι πιασάρικη.

5. Όταν ρωτάς έναν συγγραφέα να σου αναφέρει κάποιο βιβλίο που του άρεσε μετρημένες είναι οι φορές που δεν απαντά αναμενόμενα. Αναφέρει κάποιο ξένο βιβλίο, αποφεύγει επιμελώς τους έλληνες συγγραφείς και τα βιβλία τους για να μην κακοκαρδίσει κανέναν και σχεδόν πάντα δεν σου λέει γιατί του άρεσε το συγκεκριμένο βιβλίο. Υπάρχει και η άποψη πως οι συγγραφείς μας δε διαβάζουν... Είμαι περίεργος τι θα σκεφτώ όταν θα διαβάζω την δική σας απάντηση. 

  
    (Μάλλον δεν θα σκεφτείτε και πολύ καλά πράγματα) Κατά πόσο διαβάζουν οι συγγραφείς το ξέρουν οι ίδιοι. Αν πω πάλι, σημασία έχει το τι διαβάζουν, έμμεσα πετάω μια μπηχτή ότι δε διαβάζουν τα σωστά βιβλία. Υποκειμενικό το θέμα. Ζούμε άλλωστε σε μια εποχή που αποθεώνεται η φιλαναγνωσία ως φαινόμενο επειδή και μόνον υπάρχει. Τα φαινόμενα έχουν τη δυναμική τους και αν τα αγγίξεις τη λάθος στιγμή θα σε καταπιούν και αυτό είναι κάτι που δεν το θέλω μιας και είμαι άστεγος εκδοτικά. Ό,τι λοιπόν διαβάζει ο καθένας, είτε συγγραφέας είτε αναγνώστης, είναι καλό για κείνον. Γενικά είναι καλό, όπως γενικά το να ακούς μουσική είναι καλό και πάει λέγοντας… Και για να μην δώσω την εντύπωση ότι προσπαθώ να αποφύγω την ερώτηση, έχω να πω ότι αυτήν την περίοδο έχω διαβάσει τις Ιστορίες από την Κολιμά του Σαλάμοφ (μου το έκαναν δώρο). Εντάξει, σε ρίχνει αλλά το διαβάζεις με ενδιαφέρον. Το Χορό των Κρυστάλλων της Στασινού, πιο πριν το Έρωτας στον Καθρέφτη της Αμανατίδου και προσπαθώ να ολοκληρώσω την Πριγκηπέσα Ιζαμπό του Τερζάκη στο πλαίσιο έρευνας και συλλογής πληροφοριών.

Επίσης το φθινόπωρο ξαναδιάβασα την κλασική ιστορία του Στόουκερ για το Δράκουλα και τους Νυχτερίτες του Κινγκ. Πάντα διαλέγω τέτοια το φθινόπωρο. Συνεπές και εμμονικό το ραντεβού. Σκεφτήκατε ότι απέφυγα με τρόπο τους σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς. Ανέφερα δύο και το έσωσα… μάλλον.

6. Η τέχνη ξεκινάει από το εξώφυλλο ενός βιβλίου ή από το εσωτερικό του; Το εσωτερικό του βιβλίου στην δική σας περίπτωση συμβαδίζει με το εξωτερικό ή βαδίζουν σε εντελώς αντίθετους δρόμους; Ανάμεσα στις απαντήσεις που θα μου δώσετε για αυτή την συνέντευξη θα βάλω και μερικά από τα εξώφυλλα των βιβλίων σας. Ποια έχετε να μου προτείνετε;

 
    Το εξώφυλλο του βιβλίου είναι καθαρά θέμα των ανθρώπων του εκδοτικού με σεβασμό πάντοτε στη τελική συμφωνία του συγγραφέα με την δική τους αμετακίνητη επιλογή τριών ή τεσσάρων συναφών εκδοχών. Μπορεί όμως πράγματι να κατέχουν καλύτερα τους κανόνες αρεστότητας που σημαίνει εξωφρενική πολυχρωμία (να χτυπάει στο μάτι, στο κεφάλι… γενικώς να χτυπάει), ακρογιαλιές, λουλούδια, κήπους, μελαγχολικές ηρωίδες, μια Σμύρνη να καίγεται και να ξανακαίγεται, το θόλο της Αγιασοφιάς (γιατί όχι το λευκό πύργο ρε παιδιά, θα προτιμούσα λευκούς πύργους, πολλούς λευκούς πύργους, ο λευκός πύργος έχει συμμετρία και κανονικότητα κι εγώ που έχω ένα θέμα με τη συμμετρία κολλάω για ώρα στους ανισοϋψείς θόλους της Αγιασοφιάς και μπλοκάρω, λυπηθείτε με) μια ημικλινήρη χανούμισσα, ανατολίτικα γλυκά, αναρίθμητα τριαντάφυλλα και άλλα παρόμοια...

Τώρα το θέμα με το μέσα του βιβλίου. Τις περισσότερες φορές συμβαδίζει. Το περιεχόμενο είναι ανάλογο με το εξώφυλλο.  Υπάρχουν όμως περιπτώσεις που το αποτέλεσμα είναι τρανς. Σχετικά με εξώφυλλα από τα δικά μου βιβλία: Πού τα θυμηθήκατε πάλι; Αφού ανάμεσα στα άλλα πρόκειται και για διαφήμιση, θα τα ήθελα όλα, αν γίνεται. Δεν είναι και πολλά, τρία είναι. Τώρα από πού ξεκινάει η τέχνη; Από το εξώφυλλο ή από το περιεχόμενο; Καλή ερώτηση. Η τέχνη της αρεστότητας, του διαγκωνισμού στον πάγκο του βιβλιοπώλη, ξεκινάει από το απέξω. Σχετικά με το μέσα, όπως λένε και στο f/b, είναι περίπλοκο. (Απέφυγα άλλη μια παύλα χωρίς ουσιαστικά να απαντήσω).

7. Η φιλοσοφία κάνει λόγο για την αυτοαναφορικότητα στην τέχνη. Στοιχεία από την προσωπική ζωή, την ιδεολογία, την προσωπική φιλοσοφία του συγγραφέα που περνούν με μιαν άλλη μορφή μέσω της τέχνης του στο ευρύ κοινό. Μπορείτε να μου υποδείξετε κάποια στοιχεία αυτοαναφορικότητας στο έργο σας.

 
      Οι δύο βασικές πηγές της αυτοαναφορικότητας είναι η διάθεση για αυτοψυχανάλυση ή με βάση τα βιώματα και μια αποκρυσταλλωμένη ιδεολογία, η διάθεση να προταθούν θέσεις και οράματα και να ασκηθεί κριτική στον κόσμο που ζούμε. Τίποτα από τα δύο δεν είναι κακό, αντιθέτως… Το δεύτερο άλλωστε μάλλον είναι σε βαθιά ύφεση εδώ και χρόνια γιατί τείνει προς την τέχνη και έχει συχνά πραγματικό πόνο που δεν αντέχει ή εκπαιδεύτηκε να μην θέλει ο αναγνώστης. Εγώ ανήκω σε μια κατηγορία αυτοαναφορικότητας που περιέχει και τις δύο αφετηρίες. Προκύπτει άθελα μου αφού βασικό μου κίνητρο είναι απλά αυτό που λέμε να περάσω καλά την ώρα που γράφω. Στην αρχή έτσι δείχνει και σε ξεγελάει. Μαθηματικά καταλήγει σε αυτοβασανισμό, αλλά έτσι γίνεται. Την άμεση αυτοαναφορικότητα την αποφεύγω όπως ο διάολος το λιβάνι. Δεν θεωρώ εξαιρετικά σπουδαία τα βιώματά μου, ούτε είμαι κάποιο είδος προφήτη που θα σώσει τον κόσμο με τις ιστορίες του. Υπάρχουν άλλοι που τα έχουν γράψει πολύ καλύτερα από μένα. Απλά γοητεύομαι από το ταξίδι σε κάθε νέα περιπέτεια της γραφής. Οπότε είναι δύσκολο να υποδείξω στοιχεία αυτοαναφορικότητας στα βιβλία μου.

 8. Οι ερωτήσεις οφείλουν να ψάχνουν το γιατι και το πως. Δε θεωρώ έξυπνες τις απαντήσεις που ξεφεύγουν με νηπιακά τεχνάσματα από την ουσία και δεν απαντούν στο ερώτημα. Έχοντας στον νου μου την ειδοποιό διαφορά... θα ήθελα λοιπόν να μου πείτε γιατί να επιλέξω να διαβάσω και τα δικά σας βιβλία ανάμεσα στα τόσα άλλα βιβλία που κυκλοφορούν σε βιβλιοπωλεία και διαδίκτυο.
      

Εντάξει, μην αγριεύετε κύριε Γκέντζο. Στην προηγούμενη απάντηση το συμμάζεψα κάπως, αν προσέξατε, και ας μην απάντησα. Τουλάχιστον άφησα στην άκρη τις εξυπνάδες… για λίγο. Σχετικά με το γιατί τα δικά μου βιβλία… Επειδή από ό,τι λένε είναι καλά βιβλία, βιβλία με σελίδες, με πολλές σελίδες, με εκατοντάδες σελίδες…(είναι κι αυτό ένα ελκυστικό κριτήριο), λίγο ιδιόρρυθμα στη θεματική και στον τρόπο γραφής αλλά κανένα βιβλίο δεν είναι τέλειο εκτός βέβαια από τα best sellers. Συχνά το ακούμε άλλωστε: "Ήταν τέλειο βιβλίο", "τέλειο όμως", "εντελώς τέλειο" ή και "τέλειο πάντως", παίζει και το "πολύ τέλειο".

 9. Κανένας άνθρωπος της τέχνης δεν πιστεύει πως έχει καβαλήσει το καλάμι. Το καλάμι το καβαλάς είτε επειδή πιστεύεις πως γράφεις καλά, είτε επειδή πουλάς πολύ, είτε επειδή ακούς καλά λόγια από τους άλλους. Θα μπορούσα να προσθέσω κι άλλα πολλά. Αν διαθέτετε αυτογνωσία, μέτρο και σεμνότητα τότε μιλήστε μου για αυτά. Αν πάλι τυχαίνει να διαθέτετε και τα αντίθετά τους... με το ίδιο ενδιαφέρον θα ακούσω την απάντησή σας.
     

Να μιλήσω εγώ για το καλάμι των άλλων; ΑΠΟΚΛΕΙΕΤΑΙ. Είμαι εκδοτικά άστεγος είπαμε. Ο περίπατος σε καλαμιώνες είναι βαρετός και ενοχλητικός και μπορεί να μπλέξεις με τους καλαμοεπιβάτες. Κι έχω ήδη γράψει αρκετές λέξεις οπότε αυτό πιάνεται για απάντηση και γλιτώνω την παύλα.  

10. Ο συγγραφέας είναι ένας πνευματικός άνθρωπος της εποχής του. Ποιος λοιπόν θα έπρεπε να είναι ο ρόλος ενός συγγραφέα στα σημερινά δίσεκτα χρόνια που ταλανίζουν την πατρίδα μας; Εσείς τι ακριβώς κάνετε για να δικαιολογήσετε στον εαυτό σας και στους γύρω τον “τίτλο” σας;

 
        Όχι και πάρα πολλά πράγματα και ο λόγος είναι απλός. Κανείς δε θέλει να ακούει και κανείς δε θέλει να εκδώσει βιβλία σχετικά με τους δίσεκτους χρόνους που αναφέρατε. Έχω ανέκδοτα τέτοια βιβλία. Εκτός αν είσαι ήδη γνωστός κι έχεις ένα εξασφαλισμένο κοινό οπότε ο εκδότης έχει εξασφαλισμένα κέρδη και τολμάει το εγχείρημα. Είπαμε και πιο πριν πως ο πραγματικός πόνος δεν πουλάει. Πουλάει ο ανεκτός και κατά βάθος ευκταίος πόνος με ερωτικά, ενδοοικογενειακά μπερδέματα, προσωπικές απογοητεύσεις, νοσταλγία εποχής και παλαιών ηθών, (τι τράβηξε κι αυτή η έρμη) ξεμοναχιάσματα σε ξωκκλήσια, ανεκπλήρωτα πάθη, γάμους κατ’ εξαναγκασμό, ορφάνια… γενικά καταστάσεις χιλιοειπωμένες, σχέσεις κοινότυπες και διαχειρήσιμες νοητικά και συναισθηματικά, ένα αποδεκτό και ασφαλές ρίσκο πλεύσης για τον αναγνώστη που το γνωρίζει ήδη ο εκδότης (μιλάμε για καλά εκπαιδευμένο κοινό) και παράγει αντίστοιχα.

11. Κατά την εκτίμησή μου λογοτεχνία δίχως “έρωτα” και “θάνατο” δεν μπορεί να υπάρξει. Ανεξάρτητα με το αν ενστερνίζεστε ή βρίσκεστε απέναντι στην παραπάνω άποψη θα ήθελα να μάθω πως διαχειρίζεστε εσείς στην γραφή αλλά και στην ζωή σας τις έννοιες του έρωτα και του θανάτου; 

 
       Η ίδια η διαδικασία είναι απρογραμμάτιστα ερωτική και θανατηφόρα. Στη θεματική και στην ανάπτυξη του μύθου να μην το παρακάνουμε. Μπορεί να φτιάξεις μια καλή ιστορία που περιέχει και τα δύο αυτά σε σημαντικό ή σε ελάχιστο βαθμό. Όπως προκύψει στην πορεία. Ποτέ δεν είχα ιστορίες προκάτ που της έγραφα με ορισμένο ωράριο και ημερήσιο αριθμό παραγόμενων σελίδων και άρα έτοιμη συνταγή πού θα τσοντάρω έρωτα και πού θάνατο. Μια γενική ιδέα ίσως, μια αρχική εικόνα, έναν χαρακτήρα. Αν τούτος δω ο χαρακτήρας στην πορεία θελήσει να ερωτευτεί, να κάνει σεξ (αφού εκεί καταλήγουν όλα κατά Φρόιντ) ή να πάει να σκοτωθεί, έχει καλώς, αν όχι και πάλι έχει καλώς. Με το ζόρι να τον βάλω τον κακομοίρη ή την κακομοίρα να κάνει αυτά τα δύο πράγματα; Κάποτε πρέπει να μάθουμε να σεβόμαστε και τα δικαιώματα των ηρώων μας. Ψυχούλες είναι κι αυτοί. Απλά θα πω και πως λογοτεχνία μονάχα με έρωτα και θάνατο πάλι δεν μπορεί να υπάρξει. Λίγο αντιεμπορικό ακούγεται αλλά αυτό νομίζω.

12. Μέσα από αυτή την συνέντευξη θα ήθελα να δώσω στους αναγνώστες μας την ευκαιρία να γνωρίσουν καλύτερα την συγγραφική σας τέχνη. Δώστε μας ένα δείγμα πέντε έως δέκα σειρών από κάποιο έργο σας.

 
       «Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα; Όχι φίλε μου. Στα παράξενα μυστικά παραμύθια είναι ύβρις ένα τέτοιο τέλος. Άλλωστε τέλος δεν υπάρχει. Δυο πλάσματα που είναι καταδικασμένα να ζήσουν μακριά από το φως, τόσο κοντά στον ανθρώπινο πόνο, αλλά πάντα καταδικασμένα στην απόρριψη, θα πεις ψέματα αν πεις ότι ζουν καλά. Κάθε λογής ανθρώπινος πόνος έρχεται σαν κύμα και διαποτίζει τις  αλλόκοτες ψυχές τους. Δεν γίνεται αλλιώς γιατί αυτό έχουν επιλέξει…

Θα αναρωτηθείς βέβαια φίλε μου, πώς εγώ δέχτηκα το νεκρό αδερφό, αυτόν που μου πήρε μακριά την Αρετή μου. Πώς όταν κάποια νύχτα χτύπησε την πόρτα μου και άρχισε να μου λέει με την πάσα λεπτομέρεια τι απέγινε η βασίλισσά μου, πώς εγώ δεν έγινα έξαλλος. Πώς δεν προσπάθησα να του καρφώσω το σπαθί στην παγωμένη του καρδιά. Πράγμα που, όπως του είχε αποκαλύψει η Αχερώ, ήταν το μόνο ικανό να τους εξοντώσει…»
Από το μυθιστόρημα Ο Όρκος


13. Τι σας έκανε να διαλέξετε το παραπάνω; 

 
       Η επιλογή ήταν τυχαία και προφανώς μη "πιασάρικη".

14. Θα ήθελα να μας μιλήσετε για τα όνειρα και τα οράματά σας που δεν είδαν ακόμα το φως του ήλιου, δηλαδή για εκείνα τα κομμάτια της ψυχής σας που έμειναν μέχρι σήμερα κλεισμένα στα συρτάρια της εσωτερικότητας παρόλο που θα ήθελαν πολύ να περπατήσουν την ύπαρξή τους στον παρόντα χρόνο. 

 
       Επειδή είναι προσωπικοί θησαυροί, ελιξίρια διατήρησης στη ζωή, που συχνά τα προστατεύουν σκελετοί και φαντάσματα, θα προτιμούσα να μην μιλήσω για αυτά. Είναι τα πολύτιμα αντικείμενα που ανοίγουμε τη θήκη τους ολομόναχοι, μια στις τόσες, επειδή τα αποθυμήσαμε.  Τα παρατηρούμε,  τα αγγίζουμε για λίγο και ύστερα τα κλειδώνουμε πάλι στις θήκες τους. Αυτό είναι αρκετό. Αν τα εκθέσουμε παύουν να αποτελούν μέρος της εσωτερικότητας, παύουν να είναι πολύτιμα.

15. Στην ερώτησή μου για το τι είναι τέχνη οι περισσότεροι μου λένε πως είναι ένα μεγάλο θέμα και πως θέλει χρόνο μια τέτοια συζήτηση. Έχετε όλο τον χρόνο να σκεφτείτε και να μου δώσετε τον δικό σας “ορισμό” για την τέχνη.

 
     Αν μιλάμε για κάποια από τις λεγόμενες καλές τέχνες, παραδείγματος χάριν ζωγραφική ή γλυπτική, τα όρια και τα πλαίσια που ορίζουν ένα δημιούργημα ως δείγμα ή αποτέλεσμα τέχνης είναι ξεκάθαρα. Στη συγγραφή δεν συμβαίνει το ίδιο. Πότε δηλαδή ονομάζεται λογοτεχνία ο καρπός της συγγραφής και πότε απλά είναι ένα καθόλου ευκαταφρόνητο, από άποψη μεγέθους, σύνολο γραμμένων σελίδων, δεν είναι εύκολο να απαντηθεί.

Νομίζω όμως ότι η απουσία προσωπικού ύφους, η κοινοτυπία, η επαναληπτικότητα στη θεματική και η συνάφεια στον τρόπο γραφής με εκατοντάδες άλλους, ακολουθώντας μια πεπατημένη, δεν βοηθούν να πλησιάσει κάποιος σε αυτό που μπορεί να οριστεί ως τέχνη (δεν θα τολμήσω να μιλήσω για το τεχνικό κομμάτι, για την ανάγκη εκτεταμένων επεμβάσεων από τον επιμελητή σε επίπεδο έκφρασης και οργάνωσης του λόγου και των νοημάτων του και φυσικά δεν μιλάμε για ορθογραφία και στίξη, ανεκτή και αναγκαία εδώ η επέμβαση του επιμελητή και μη επιλήψιμη… ). Ένα κριτήριο σίγουρα είναι η διαχρονικότητα του έργου. Η αντοχή στο χρόνο μαζί με άλλα χαρακτηριστικά, που βρίσκονται στον αντίποδα εκείνων που ανέφερα παραπάνω, μπορούν να σημαίνουν ότι ένα βιβλίο είναι κομμάτι της λογοτεχνίας. Αλλά ειλικρινά δεν πιστεύω ότι ενδιαφέρουν κανέναν τέτοιοι ορισμοί. Κι αν επιμείνεις πολύ σε διερευνήσεις αυτού του είδους, το σίγουρο είναι ότι θα καταλήξεις να αυτοεκδίδεις τα βιβλία σου ή να μην τα εκδίδεις καθόλου αν είσαι άφραγκος, κι αυτό μόνο και μόνο επειδή αγγίζεις τέτοιες θεωρητικές υποθέσεις. Βγάζεις κακό όνομα. Οπότε ας το αφήσουμε.

16. Υπήρξατε “αιρετικός” στην τέχνη και στη ζωή ή για να μπορέσετε να προχωρήσετε συμβιβαστήκατε με το σύστημα αξιών, τις σκληρές απαιτήσεις και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής σας; 

 
      Υπήρξα μοναχικός. Το αιρετικός πλάθει συνειρμούς και ομαδοποιήσεις για τις οποίες κρατώ επιφυλακτική στάση επειδή συχνά είναι κομμάτι του ρεύματος της κάθε εποχής και συχνά υπάρχει για να προσφέρει μια ποικιλότητα, μια πολυχρωμία που είναι γοητευτική με εμπορικούς όρους. Η αυθεντικότητα είναι το πιο δύσκολο πράγμα κι εκεί μπορεί να χωρέσουν οι λέξεις διαφορετικός, ίσως και αιρετικός. Προτιμώ λοιπόν να είμαι κυνηγός της αυθεντικότητας κι από κει και μετά οτιδήποτε άλλο έχει αυτό σαν επακόλουθο είναι καλοδεχούμενο.

17. Σήμερα δεν υπάρχουν μόνο πολλοί εκδοτικοί οίκοι και συγγραφείς, αλλά και πολλοί κριτικοί. Δεν είναι λίγοι εκείνοι οι συγγραφείς που γράφουν σε περιοδικά – ηλεκτρονικά και μη – κριτικές για το έργο των ομοτέχνων τους. Κατά πόσο ο μέσος αναγνώστης είναι σε θέση να διαχωρίσει την βιβλιοκριτική του ανθρώπου που κουβαλά σπουδές, γνώση και εμπειρία στις πλάτες του από εκείνη την γνώμη που προβάλλει την θετική ή αρνητική ενός έργου με μοναδικό ίσως σκοπό να εξυπηρετήσει τα προσωπικά του συμφέροντα και να διατηρήσει τις δημόσιες σχέσεις του στο βάθρο του προσκηνίου; 

 
        Προσωπικά αποφεύγω να κάνω κριτικές. Δεν με απασχολεί τι έχει γράψει ο άλλος. Αν τύχει και το διαβάσω και μου αρέσει πάει καλά. Θα γράψω μια επαινετική πρόταση αν τον ξέρω κι όχι απαραίτητα. Αν δεν μου αρέσει δεν θα ασχοληθώ.Η κριτική συγγραφέα προς συγγραφέα είναι πεπονόφλουδα. Ας την αποφεύγουμε. Είτε μας αρέσει είτε δεν μας αρέσει, είμαστε ανταγωνιστικά πλάσματα. Ο υποκειμενισμός ελλοχεύει και νοθεύει την κρίση μας. Υπάρχει και η περίπτωση του δούναι και λαβείν. Γράφω για σένα ένα καλό κείμενο επειδή είσαι φίλος μου ή επειδή θα μου το ανταποδώσεις. Στο τέλος γίνεσαι και συμπαθητικός στους αναγνώστες του άλλου και αυτό είναι καλό για να πουλήσεις τα δικά σου βιβλία ή να μένεις στο παιχνίδι της αναγνωρησιμότητας. Ο πραγματικοί κριτικοί, όσοι τέλος πάντων υπάρχουν, είναι διαφορετική περίπτωση από τους συγγραφείς.

Ο μέσος αναγνώστης, με όλο τον σεβασμό προς τον περίφημο μέσο, δύσκολα ξεχωρίζει ποιος είναι ποιος. Βέβαια και στους πραγματικούς κριτικούς λένε πως υπάρχουν εξαρτήσεις, συμπάθειες αντιπάθειες… Δεν έχω άποψη πάνω σε αυτό γιατί δεν γνωρίζω προσωπικά κανέναν κριτικό. Κάποιος πάλι είχε πει πως ο κριτικός είναι ένας τύπος που ξέρει τα πάντα για ένα αγωνιστικό αυτοκίνητο αλλά απλά δεν μπορεί να οδηγήσει σε αγώνες και αυτό τον κάνει στριφνό. Ούτε αυτό το ξέρω αν ισχύει, απλά το σημειώνω.

18. Ευτυχισμένες και δυστυχισμένες ώρες του παρελθόντος έρχονται στην σκέψη σας σε μια στιγμή προσωπικού απολογισμού. Η ευτυχία και η δυστυχία κουμπώνουν την ύπαρξή τους με την επιτυχία και την αποτυχία; Πως διαχειρίζεστε στον παρόντα χρόνο την χαρά και την λύπη του χθες;

 
       Στον παρόντα χρόνο και στις παρούσες συνθήκες, αν περνάς δύσκολα, πρέπει να λειτουργείς όπως ο στρατιώτης στον πόλεμο. Σκέφτεσαι μόνο τη μέρα, με το ζόρι και την επόμενη. Είσαι ακόμα όρθιος στα πόδια σου; Πάει καλά. Συνεχίζεις. Οι αναμοχλεύσεις παρελθούσας ευτυχίας ή δυστυχίας, επιτυχίας ή αποτυχίας μόνο σε απελπισία μπορούν να οδηγήσουν. Η μια περίπτωση επειδή ήταν κάτι καλό που πέρασε και αυτό σε κάνει να νοσταλγείς, μελαγχολείς και όλα τα εις –εις (είναι και γλυκανάλατο όλο αυτό και το σιχαίνομαι) και η άλλη περίπτωση, επίσης άτιμη κι αυτή, να σε γεμίσει με φόβο ότι το κακό που σε βρήκε κάποτε θα ξανάρθει. Απλά ζω τη μέρα και περιορίζομαι σε αυτήν.

19. Λένε πως η γραφή είναι μια εσωτερική ανάγκη του συγγραφέα. Τα τμήματα δημιουργικής γραφής βοηθούν αυτή την ανάγκη να βγει προς τα έξω με τρόπο που να διαμορφώσει σταδιακά την μοναδικότητά της ή της δίνουν μια μορφή – φόρμα πάνω στην οποία το υποκείμενο θα στηρίξει την ασαφή ύπαρξή της καινούργιας γνώσης και θα προχωρήσει; 

 
       Το ερώτημα είναι και ποσοτικό και ποιοτικό. Τι ακριβώς διδάσκεται; Και από κει και μετά τι βιώνεται; θα πρόσθετα εγώ. Θεωρώ πως διδάσκεται μια καλά ταχτοποιημένη γραφή, δίνονται αφορμές και ερεθίσματα για το συγγραφικό βίωμα. Η γραφή λοιπόν μπορεί να διδάσκεται, και μιλάμε στην πλειονότητα για γραφή μυθιστορηματική που έχει και ζήτηση από ό,τι ακούω, όπως διδάσκεται η γραπτή έκφραση στο σχολείο. Μέχρις εδώ καλά και καλώς υπάρχουν αυτά τα εργαστήρια. Ξεκινάς λοιπόν με κάποια καθοδήγηση, φόρμες και εναύσματα να γράφεις και να ξαναγράφεις. Δεν σημαίνει ότι έγινες συγγραφέας.
Η συν-γραφή, επειδή έχει μέσα της μια σειρά από συν, είναι στην κορυφή της σκάλας που ξεκίνησες να αναβαίνεις σπουδάζοντας τη γραφή. Και είναι μια σκάλα με πολλά σκαλοπάτια. Συγγραφέας γίνεσαι με το βίωμα. Το βίωμα είναι μοναδικό και προσωπικό, ισόβιο, διαρκώς εξελικτικό, απροσδιόριστο εκ των προτέρων, με διαρκή και έντιμη επιδίωξη να πλησιάσεις να κάνεις τέχνη μέσω του δικού σου λόγου. Δεν χρειάζεται να πω τίποτα παραπάνω.

20. Το “είναι” και το “φαίνεσθαι” ενός πετυχημένου συγγραφέα μπορεί να μπει στα καλούπια του κονφορμισμού και να δημιουργήσει; Στην λέξη πετυχημένος θα ήθελα να δώσω την έννοια του πετυχημένου δημιουργού που είναι αποδεκτός από το συνάφι και τους αναγνώστες του.

 
    Αν ορίσουμε ως καλούπια κομφορμισμού τους κανόνες αρεστότητας και την προσαρμοστικότητα στις απαιτήσεις του κοινού και των εκδοτικών, μια χαρά δημιουργείς, ό,τι τέλος πάντων δημιουργείς, και βγάζεις και λεφτά και πετυχημένος εμπορικά είσαι και παραμένεις έτσι και όλα καλά. Δαρβινικός κανόνας. Το να είσαι κομφορμιστής δηλαδή ανασταλτικός στην πρόοδο δεν σημαίνει πως δεν είσαι επιβιωτικός. Αντίθετα προσαρμόζεσαι σε όρους που προϋπάρχουν ή είναι πάνω από σένα και δεν θες ή δεν μπορείς να υπερβείς και έτσι επιβιώνεις. Μεγάλο θέμα, κι όχι μόνο για συγγραφείς, η ρήξη, πολλές φορές, ανάμεσα στη νοούμενη πρόοδο με κέντρο τον άνθρωπο και στην εξέλιξη με δαρβινικούς όρους. Αλλά ξεφύγαμε.  Συνήθως λοιπόν αυτό γίνεται αλλά υπάρχουν και εξαιρέσεις. Πάλι πήγαμε σε "σόκιν" ερωτήσεις και με φέρατε σε δύσκολη θέση.

21. Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω και να κλείσουμε την κουβέντα μας με κάτι δικό σας. Κάτι που θα βγαίνει από τη ψυχή σας και θα θέλατε να το μοιραστείτε με τους νέους ανθρώπους αυτής της χώρας... αλλά κι με εμάς τους λιγότερο νέους.

 
       Κι εγώ σας ευχαριστώ. Ελπίζω να μην σας κούρασα. Δεν θεωρώ τον εαυτό καλό και κατάλληλο στο να δίνει συμβουλές ή να πει κάτι που θα τονώσει ή θα προβληματίσει νεότερους και μεγαλύτερους. Η συνέντευξη θα τελειώσει χωρίς τη βαρυσήμαντη ατάκα τίτλων τέλους. Δε μου βγαίνει αυτή τη στιγμή και δεν χρειάζεται. Να είστε καλά.

Τετάρτη 16 Ιουλίου 2014

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΚΡΥΣΤΑΛΛΩΝ της Ελένης Στασινού- κείμενο παρουσίασης Κυπαρρισία 12.7.2014

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΚΡΥΣΤΑΛΛΩΝ
Ο 19ος αιώνας θεωρείται ο αιώνας της ολοκλήρωσης των εθνικών κρατών στην Ευρώπη και των αντίστοιχων απελευθερωτικών ή ενωτικών κινημάτων. Εδώ, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι σε αυτά τα κινήματα κυριαρχούν, αδήλωτα πολλές φορές, τα αιτήματα για κοινωνική δικαιοσύνη, αναδιανομή του πλούτου και της γης υπέρ των αδυνάτων, ελευθερία από τα κατάλοιπα φεουδαρχικών θεσμών του Μεσαίωνα και αντίσταση στους νέους θεσμούς του κεφαλαίου και της ανερχόμενης αστικής τάξης που συντηρούν και εντείνουν την ανισότητα και την αδικία.
Στην περίπτωση της Σικελίας των δεκαετιών του 1880 και 1890, όπου εκτυλίσσεται η μυθοπλασία του Χορού των Κρυστάλλων, φαίνεται πως η εθνική ολοκλήρωση που έχει προηγηθεί με το κίνημα του Γαριβάλδι, και έχει οδηγήσει στην ενωμένη πια Ιταλία, έχει πραγματοποιηθεί βίαια και εχθρικά προς τους Σικελούς. Στη συνείδηση του λαού έχει περάσει περισσότερο ως κατάκτηση του Νότου από το Βορρά πάρα ως ισότιμη ένωση. Η φτώχεια μεγαλώνει μαζί με την εξαθλίωση, και τα λαϊκά αιτήματα σχηματοποιούν μια καθαρά ταξική, διαρκή σύγκρουση με τους νέους δυνάστες που εκδηλώνεται μέσα από αλλεπάλληλες μαζικές διαμαρτυρίες και τοπικές εξεγέρσεις. Διαμαρτυρίες και εξεγέρσεις που πνίγονται στο αίμα από τις επεμβάσεις της αστυνομίας και του στρατού.
Μέσα λοιπόν σε αυτό το εκρηκτικό κλίμα παίρνουν σάρκα και οστά οι χαρακτήρες του βιβλίου και ορίζεται η δράση τους. Χαρακτήρες που είναι τόσο αριστοτεχνικά δομημένοι σε επίπεδο ψυχογράφησης και τόσο πειστικοί ως προς την εποχή, τον χωρό που ζουν και τους ρόλους που καλούνται να παίξουν, που ο αναγνώστης θα τους ενσωματώσει βαθιά στη συνείδησή του. Άλλους θα τους λατρέψει και άλλους θα τους μισήσει, άλλους θα τους δει με συμπάθεια και άλλους θα τους απαξιώσει, όλους όμως θα τους νιώσει σαν να τους ζει, σαν να έχει μεταφερθεί, μέσα από την πένα της Ελένης Στασινού, στην ιδιαίτερη και πολύπαθη καθημερινότητά τους.
Πρώτη ηρωίδα, με την οποία μας φέρνει σε επαφή η συγγραφέας, είναι η Λατίφα, μια νεαρή γυναίκα από την Αφρική, μια γυναίκα γεννημένη ελεύθερη, μαχητική και επιβιωτική. Μας συστήνεται μια βροχερή νύχτα, παραμονές Χριστουγέννων, σε μια ακτή της Σικελίας, όπου προσπαθεί να ξεφύγει από τους δουλέμπορους που την  καταδιώκουν. Πρόσωπο κλειδί στην εξέλιξη της ιστορίας, είναι τόσο αυτή όσο και το άλλο πρόσωπο που εμφανίζεται σε αυτές τις πρώτες σελίδες ως σωτήρας και συνάμα βίαιος εραστής, ο αξιωματικός του στρατού Ρομέο Λομπάρντι. Η Λατίφα θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει στην ευεργέτρια της δόνα Λουτσία το μωρό της, το Ρομέο ή μετέπειτα Χέρο, καρπό της βίαιης ένωσης με το Λομπάρντι και να φύγει για το Παλέρμο όπου συνεχίζεται η ιστορία μας.
Πόσα πράγματα μπορεί να πει κανείς για τον Λομπάρντι, αυτό τον απίστευτα σκληρό χαρακτήρα ανθρώπου, τον απολύτως αληθινό και δυστυχώς υπαρκτό και σήμερα. Αλλά και με βάση τον διαταραγμένο ψυχισμό του μπορεί να κατανοήσει κανείς πώς το ενωτικό κίνημα του Γαριβάλδι αποτέλεσε τη μαγιά, σε τέτοιες συνειδήσεις, του μετέπειτα ιταλικού φασισμού. Στρατοκράτης, από τους πλέον επικίνδυνους του είδους, με βαθιά ριζωμένη την αντίληψη ότι ο στρατός προστατεύει γενικά και αόριστα μια απρόσωπη κρατική πατρίδα, έχει στοχοποιήσει αυτό θα έπρεπε να υπηρετεί, το λαό, στη συγκεκριμένη περίπτωση το σικελικό λαό, βλέποντάς τον ως μια δύσοσμη μισητή μάζα, μια απεχθή πλέμπα, την οποία δεν έχει ηθικούς ενδοιασμούς να εξολοθρεύσει για το καλό μιας πατρίδας λίγων και ευνοημένων. Ρατσιστής, με μια έννοια που υφίσταται και σήμερα στην Ευρώπη, την έννοια του καλώς προγραμματισμένου και οργανωμένου Βόρειου που βλέπει τους Νότιους ως κατώτερο είδος πρωτόγονης κουλτούρας, πονηρούς και τεμπέληδες στους οποίους αξίζει η φτώχεια και η κρατική βία. Κακοποιημένος συστηματικά ως παιδί από έναν βάναυσο πατέρα θεωρεί τις γυναίκες είδος και όχι ανθρώπους. Τελευταία διαπίστωση ζωής του Λομπάρντι, που θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη του μύθου, είναι πως χρειάζεται μια παρθένα αριστοκρατικής καταγωγής για να διαιωνίσει τη στρατιωτική του γενιά και τον ακραίο εθνικισμό του.
Αυτός είναι που θα μαγευτεί από το σπάνιο και τρυφερό άνθος που μεγαλώνει προστατευμένο από την ασχήμια του έξω κόσμου στο μέγαρο των Μαρινέλι, την έφηβη αρχοντοπούλα Ροζαλία ή την παρθένα του Παλέρμο, όπως συχνά αναφέρεται, δηλαδή την κεντρική ηρωίδα του Χορού των Κρυστάλλων. Αυτήν που τελικά ανατρέποντας τον προσωπικό της πολυτελή μικρόκοσμο, μέσα από χίλιες δυο περιπέτειες σώματος και ψυχής, θα μεταμορφωθεί στο τέλος στη γυναίκα άνθρωπο, τη χειραφετημένη και απολύτως ελεύθερη, που έχει δικαίωμα και υποχρέωση να συμμετέχει στον αγώνα για να αλλάξει ο κόσμος, γιατί αυτό πάνω από όλα την κάνει άνθρωπο, άνθρωπο ελεύθερο, αυτοτελή και αυτάρκη.
Η Ροζαλία λοιπόν. Ένας ύμνος στον γυναικείο ψυχισμό οι σελίδες που αφιερώνονται στην ηρωίδα μας, μια ραψωδία που ιστορεί με τόλμη τη μετάβαση από τη παιδικότητα στην εφηβεία και από την εφηβεία στη γυναικεία ενηλικίωση και παράλληλα ένα άσμα αφιερωμένο στον έρωτα μέσα από κάθε δυνατή έκφανσή του, αυτά τα κομμάτια του βιβλίου. Λόγος και ανάπτυξη σκέψεων και συναισθημάτων τέτοιου επιπέδου, σχετικά με αυτό το κορυφαίο λογοτεχνικό θέμα, τον έρωτα, που κάτι παρόμοιο, μόνο σε κλασικούς λογοτέχνες συναντάται.
Η Ροζαλία μεγαλώνει ορφανή από μητέρα. Μεγαλώνει κάτω από την επίβλεψη της τροφού Μανταλένα με πατέρα τον Τζουζέπε Μαρινέλι, αριστοκράτη από παλιά οικογένεια του νησιού, με ιδέες προοδευτικές για την κοινωνία, την πολιτική, την ανατροφή των κοριτσιών, την αξία της μόρφωσης και τη θέση της γυναίκας, που όμως περνάει το χρόνο του χωρίς σημαντική επαφή με την κόρη του, απορροφημένος αρχικά από τη θλίψη για το χαμό της συζύγου του και αργότερα από την παρασκηνιακή εμπλοκή του στα πολιτικά πράγματα του νησιού υπέρ των φτωχών και εξεγειρόμενων συμπατριωτών του. Η Ροζαλία πλησιάζοντας στην εφηβεία και ενώ δεν έχει μάθει να κρατά αποστάσεις από το υπηρετικό προσωπικό θα ανακατευτεί με αγόρια που τη βλέπουν με πονηριά. Σωτήρας της, ένας άλλος πρωταγωνιστής και πρόσωπο κλειδί στην εξέλιξη της προσωπικότητας της, o Bιτόριο, ο γιός του πεταλωτή. Ανάμεσα στα δύο παιδιά θα αναπτυχθεί δυνατή σχέση και βαθιά αγάπη. Η σχέση θα διακοπεί όταν ο Μαρινέλι θα στείλει το Βιτόριο να σπουδάσει στη Νάπολη. Ένας αποχωρισμός που θα καταχωρηθεί στη συνείδηση της Ροζαλία ως προδοσία.
Ο Βιτόριο είναι ο γνήσιος τύπος του μορφωμένου επαναστάτη καθοδηγητή, του βαθιά συνειδητοποιημένου αγωνιστή, κυρίως όμως του συνετού ανθρωπιστή που βάζει πάντα και πάνω από όλα το κοινό καλό, τα πανανθρώπινα ιδανικά του και το δίκαιο. Μάχεται για να καλυτερεύσουν οι συνθήκες που ζει ο κάθε συνάνθρωπος χωρίς να φοβάται το θάνατο ή τη φυλακή. Αυτή άλλωστε η τόλμη είναι που του κοστίζει δύο τραυματισμούς. Ωστόσο καταδικάζει την περιττή βία και την υπερβολική αντίδραση, εκείνην που εξομοιώνει το θύμα με το θύτη, άλλα πάντα δίνει το παρόν σε κάθε μορφή αγώνα ως ψύχραιμος σύμβουλος και μαχητικός συντονιστής. Ο έρωτας του για τη Ροζαλία άσβεστος, με την επιστροφή όμως στο Παλέρμο θα μπει στην άκρη, αφού θα τον απορροφήσει η πολιτική δράση, μέχρι η μοίρα να διασταυρώσει ξανά τους δρόμους τους για να συντελέσει και αυτός στην απελευθέρωση της Ροζαλίας από τα δεσμά κατεστημένων αντιλήψεων ενός καταπιεστικού για τις γυναίκες κόσμου.
Η μετάβαση της Ροζαλία από τη φάση του κοριτσιού σε κείνην της γυναίκας θα ξεκινήσει με τους υπνοβατικούς περιπάτους της Ροζαλίας στις στέγες του μεγάρου των Μαρινέλι, γεγονός που θα φέρει σε αμηχανία και αναστάτωση αρχικά τη Μανταλένα και μετά, έναν έναν, όλους όσους την αγαπάνε, τον πατέρα της και φυσικά το νονό της, και πολύ σημαντικό χαρακτήρα του βιβλίου, γιατρό Παλατσάρι. Αυτό το απρόσμενο παράδοξο θα σταθεί αφορμή να μπει στη ζωή της Ροζαλία η Λατίφα, ως φίλη και προσωπική υπηρέτρια. Ο δεσμός που θα  αναπτυχθεί ανάμεσα τους θα αποτελέσει τη πρώτη φάση της μύησης της Ροζαλίας στη ζωή, τον έρωτα και τον έξω από τους τοίχους του μεγάρου πραγματικό κόσμο. Δυστυχώς όμως, αυτές οι νυχτερινές ακροβασίες της Ροζαλίας, ήδη θα την έχουν φέρει στο κέντρο των αρρωστημένων συναισθημάτων του Λομπάρντι. Στο πρόσωπό της θα βλέπει πότε ένα τρόπαιο που θέλει να κατασπαράξει, πότε το μέσο ταπείνωσης του πατέρα της και πότε την ιδανική παρθένα που θα διαιωνίσει τη γενιά του.
Από κει και μετά, τα μαθήματα ζωής προς τη Ροζαλία, αλλά και οι πολιτικές εξελίξεις, θα κυλάνε με γρήγορους ρυθμούς και αλλεπάλληλα συνταρακτικά γεγονότα, προσωπικά και πολιτικά, δοσμένα μέσα από χειμαρρώδη λόγο και έναν καταιγιστικό τρόπο γραφής, ο οποίος παρασύρει τον αναγνώστη βαθιά στα πελάγη μιας υπαρξιακής και κοινωνικής περιπέτειας που έχει ήδη στήσει καλά τους ιστούς της γύρω από τους ήρωες. Στην εξέλιξη αυτής της περιπέτειας η Ροζαλία θα ερωτευτεί το Λομπάρντι, μη γνωρίζοντας τον αληθινό του χαρακτήρα, θα ερωτευτεί τη μορφή του και τους τρόπους του, κι ό,τι υπόσχεται μια ζωή στο πλάι του. Θα τον κάνει ερωτικό υποκείμενο των φαντασιώσεών της αναμειγνύοντας παράξενα τη μορφή του Λομπάρντι με το σώμα του Βιτόριο, εκείνες τις στιγμές. Αφετηρία θα σταθεί η κρυφή επίσκεψη στο λιμάνι, τον κατεξοχήν τόπο της αληθινής ζωής και της αμαρτίας, η πρώτη επαφή εκεί με μια μαζική διαμαρτυρία αλλά και τον Λομπάρντι, ως σωτήρα της Ροζαλίας από κάποιον παρακρατικό εγκάθετο. Ακολουθεί η συνάντηση με τον Βιτόριο και ο πρώτος τραυματισμός του επαναστάτη ήρωα μας, κι ακόμα η πρώτη επαφή της Λατίφα με το χαμένο της γιο.
Για αυτόν αξίζει να ειπωθεί πως είναι ένας πολύ ξεχωριστός και σημαντικός χαρακτήρας του βιβλίου. Ο Ρομέο ή Χέρο θα θυμίσει ίσως στον αναγνώστη τον Γαβριά από τους Άθλιους, αλλά στη συνέχεια ο αναγνώστης θα καταλάβει πως είναι ένας χαρακτήρας πολύ περισσότερο αναλυμένος ιδεολογικά, απόλυτα συνειδητοποιημένος, με στόχους, όραμα και αρχές. Επάξιος φίλος του Βιτόριο, παρά τη διαφορά ηλικίας, συχνά θα παίξει το ρόλο του από μηχανής θεού και κάποια στιγμή του δίκαιου τιμωρού όταν θα παραδώσει στο εξεγερμένο γυναικείο πλήθος, ύστερα από τα αιματηρά γεγονότα του Καλταβουτούρο, τον Ντιέγκο  Ορσίνι σύμβολο της καταπίεσης για την εκεί κοινότητα, φίλο του Λομπάρντι και δολοφόνο της συζύγου του Λουτσία, που είχε πάρει υπό την προστασία της τη Λατίφα και μετά το μικρό Ρομέο. Τέλος, είναι αυτός που θα εμποδίσει τη δολοφονία του Βιτόριο. Μια πολύ όμορφη και συγκινητική στιγμή του Ρομέο, αν και σύντομη, είναι η αλληλοαναγνώριση και επανασύνδεση με τη μητέρα του Λατίφα, έξω από το σπίτι του γιατρού.
Ένα άλλο πάλι πρόσωπο που τραβά έντονα την προσοχή του αναγνώστη είναι ο φίλος του Λομπάρντι, Σιλβέστρο Μπράντζι, στρατιωτικός των μυστικών υπηρεσιών που βοηθά παρασκηνιακά, με διάφορα τεχνάσματα, να πραγματοποιηθούν οι επιθυμίες του φίλου του, ωστόσο, απορώντας συχνά με τη νοσηρότητά τους. Ένας τύπος που θυμίζει, όπως και πολλοί άλλοι, χαρακτήρα από μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι.
Δεν θα σταθούμε όμως περισσότερο στους χαρακτήρες ενός εντυπωσιακά πολυπρόσωπου βιβλιού. Είναι πάντοτε πολυσχιδείς, άσχετα με την έκταση που κατέχουν στο κείμενο, και τόσο αληθινοί, σε σημείο να οδηγείται ο αναγνώστης στη διαπίστωση πως η συγγραφέας, με την έρευνά της, όχι μόνο σπούδασε λεπτομερώς τον χώρο και την εποχή, αλλά και ενσωμάτωσε στη γραφή της την λαϊκή κουλτούρα, τα ήθη, τη νοοτροπία, τα συναισθήματα και τις αυθεντικές αντιδράσεις εκείνων των ανθρώπων, σαν να είχε με κάποιο μυστηριακό τρόπο ζήσει μαζί τους.
Άλλωστε αυτοί οι καλά δομημένοι χαρακτήρες είναι που οδηγούν τα γεγονότα σε μια επιταχυνόμενη κορύφωση της μυθοπλασίας. Γεγονότα δοσμένα με καθηλωτική ευκρίνεια, όπου η εσωτερική και εξωτερική δράση εναλλάσσονται ισόρροπα, έτσι ώστε να μην αφήνουν κενά στον αναγνώστη, αλλά τον βοηθούν να καταλάβει τις αιτιακές σχέσεις των γεγονότων, στήνοντας παράλληλα μια εξαιρετική πλοκή. Ενδεικτικά λοιπόν αξίζει να αναφερθούν ως σημαντικά κομμάτια της κορύφωσης η χοροεσπερίδα στο μέγαρο των Μαρινέλι, όπου θα καταλήξει στον αρραβώνα της Ροζαλία με τον Λομπάρντι, ο γάμος, αλλά και εκείνη η πολλά υποσχόμενη, και τελικά εφιαλτική, πρώτη νύχτα, όπου καταδεικνύεται η πιο αποτρόπαια όψη της γυναικείας κακοποίησης. Θα ακολουθήσει μια ταπεινωτική τελετή ευγονίας και η απόδραση μακριά από το υποκείμενο του χειρότερου τρόμου της ηρωίδας. Ωστόσο η σκηνή που μένει χαρακτηριστικά στο νου είναι η τελευταία, όπου η μεταμορφωμένη σε ελεύθερο άτομο πια Ροζαλία περπατά ανάμεσα στους νεκρούς της πλατείας του δημαρχείου, μετά από τη βίαιη καταστολή της μεγαλύτερης συγκέντρωσης διαμαρτυρίας που έχει λάβει χώρα ως εκείνη τη στιγμή.
Κλείνοντας, έχω να πω πως ο Χορός των Κρυστάλλων, μέσα από το πολύπλευρο των προσεγγίσεων και των θεμάτων που αγγίζει είναι ένα μυθιστόρημα διαχρονικό και επίκαιρο με εύκολα αντιληπτές τις αναλογίες του τότε με το σήμερα. Ικανοποιεί και συναρπάζει τόσο το μέσο όσο και τον απαιτητικό αναγνώστη και τον κάνει να αισθάνεται πως έγινε συνταξιδιώτης σε μια ιστορική μυθοπλασία που ωστόσο είναι βαθιά ερωτική και απολύτως ανθρώπινη. Σαν αδιαπραγμάτευτη, μέσω του λόγου, αγωνίστρια του δικαίου, η Ελένη Στασινού, με το Χορό των Κρυστάλλων, μας προσφέρει μια ακόμα κατάθεση ψυχής σε ένα διαχρονικό πεδίο μάχης που γνωρίζει καλά. Αυτό άλλωστε είναι και το συγγραφικό στίγμα της Ελένης Στασινού στη μεγάλη και μακρά πορεία του έργου της, η αγωνία και ο αγώνας για τη γυναίκα, για τον άνθρωπο. Καλή συνέχεια Ελένη!
                                                                                                                                                            Φώτης Κατσιμπούρης

Τρίτη 22 Απριλίου 2014

Συνέντευξη στη συγγραφέα και δημοσιογράφο Ρίκη Ματαλλιωτάκη με θέμα το βιβλίο μου " Ο Όρκος "

http://cretablog.gr/synenteykseis/item/41939-fotis-katsimpoyris-o-orkos-akouses-kostantine-mou-ti-lene-ta-poulakia-pos-perpatoyn-oi-zontanoi-me-tous-apetham

Ρίκη Ματαλλιωτάκη:

Το να συναντάς ξαφνικά ένα δημοτικό τραγούδι, όπως το τραγούδι του ''Του Νεκρού Αδερφού'' να έχει εμπνεύσει ένα δημιουργό και να το έχει μετατρέψει σε βιβλίο, είναι σαν να βαδίζεις σε μια άνυδρη έρημο και ξάφνου να  συναντάς μια όαση.
Προσωπικά εγώ, μέσα στην πληθώρα των ανούσιων "δημιουργημάτων που μας κατακλύζουν, έτσι εξέλαβα την ανάγνωση του βιβλίου του Φώτη Κατσιμπούρη ο "Ορκος" το οποίο είναι μια απόδοση μυθιστορηματικής αναδημιουργίας της παραλογής ''Του Νεκρού Αδερφού' και διαδραματίζεται στη μεσαιωνική Νικόπολη της Ηπείρου, τον 9ο αι. μ.Χ. Σε μια εποχή θεοκρατίας, συγκρούσεων και ακλόνητων κοινωνικών στερεοτύπων που οι ιστορικοί έχουν ονομάσει εποχή των σκοτεινών χρόνων, δύο αδέρφια, η Αρετή και ο Κωσταντής, τολμούν να ονειρεύονται...
Αν κι εσείς λοιπόν τολμάτε να ονειρεύεστε, μα και συγχρόνως να διδάσκεστε, διαβάστε το...

Η συνέντευξη:

Ομολογώ ότι επειδή έχω μια ιδιαίτερη αδυναμία στο ιστορικό μυθιστόρημα, είμαι και λιγο αυστηρος κριτής του, πρέπει όμως επίσης να ομολογήσω ότι το δικό σας με συνεπήρε και κυριολεκτικά το ρούφηξα. Δικαιούμαι λοιπόν να ρωτήσω μερικά πράγματα. Και ξεκινώ: Πως σας ήρθε αλήθεια η ιδέα να μετατρέψετε ένα δημοτικό τραγούδι σε μυθιστόρημα;

Η παραλογή Του Νεκρού Αδερφού, επειδή, πέρα από τα έντονα συναισθήματα που προκαλεί, ενέχει μεταφυσική και υπέρβαση του θανάτου, με είχε συναρπάσει από την εποχή που τη γνώρισα ως σχολικό ανάγνωσμα. Θεώρησα λοιπόν πως πρόσφερε ένα πλήθος από ερεθίσματα για μυθοπλαστική ανάπτυξη. Κυρίως, ήταν το πολύ ιδιαίτερο φαντασιακό επίπεδο στο οποίο κινείται, το ανακάλεσμα ενός ανθρώπου που έχει φύγει από τη ζωή με σκοπό την εκπλήρωση ενός όρκου και μέσα από αυτό η περιγραφή της ειδικής σχέσης μεταξύ των προσώπων: μάνας - κόρης και γιού-μάνας, σχέσεις πίστης και αφοσίωσης που μπορεί να χαρακτηρίζουν ακόμα και σήμερα την οικογένεια. Τελικά, η πορεία της συγγραφής βαθμηδόν γινόταν μια ξεχωριστή βιωματική εμπειρία όπου συχνά χανόμουν μέσα της. Ταυτόχρονα έπρεπε να τοποθετηθεί σε ένα ιστορικό πλαίσιο. Η ιστορία του Νεκρού Αδερφού είναι ένας θρύλος γνωστός, με διάφορες παραλλαγές, σε όλους τους βαλκανικούς λαούς και είναι πολύ δύσκολο να εντοπιστεί η αρχική προέλευσή του. Κοινό στοιχείο είναι η μετά θάνατο έγερση του κεντρικού ήρωα κι αυτό είναι που την κάνει να περιέχει μυστήριο και εκμάγευση, ενώ ο θάνατος όλων των μελών της οικογένειας σε συνδυασμό με το παραπάνω, δίνει πάντοτε την ανάμεικτη αίσθηση θλίψης και φόβου, την αίσθηση μιας σκοτεινής ιστορίας. Το παράξενο είναι ότι η παραλογή παραπέμπει σε γοτθική ιστορία κάποιας χώρας του Βορρά, αν και είναι μια ιστορία της ευρύτερης περιοχής μας. Έτσι, ο 9ος αιώνας, τελευταία περίοδος εικονομαχίας, μέρος της εποχής των Σκοτεινών Χρόνων, αποτέλεσε το κατάλληλο ιστορικό πλαίσιο και ίσως είναι η εποχή της γέννησης του σχετικού θρύλου.

Δεν είναι παρακινδυνευμένο κάτι τέτοιο; Έχει λεπτή ισορροπία η συγγραφή ενός ιστορικού μυθιστορήματος, έτσι δεν είναι;

Φυσικά και είναι παρακινδυνευμένο. Από τη μια υπάρχει ο κίνδυνος να χαθεί το κυρίαρχο στοιχείο της παραλογής που είναι η δύναμη του όρκου του Κωνσταντή στη μητέρα του και η βασική αίσθηση που αφήνει στον αναγνώστη και από την άλλη να περιοριστεί η αφήγηση στο αυστηρό πλαίσιο της γνωστής ιστορίας, όπως αποτυπώνεται στους στίχους του τραγουδιού. Στη μια περίπτωση θα ήταν μια φλύαρη ασεβής αφήγηση όπου θα είχε χαθεί το κυρίαρχο στοιχείο της παραλογής και στην άλλη η μυθοπλασία θα ήταν άγονη, μια απλή μεταγραφή σε πεζό λόγο. Τώρα σχετικά με τη λεπτή ισορροπία του ιστορικού μυθιστορήματος έχω να πω πως πράγματι είναι μια από τις πιο δύσκολες προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει ένας συγγραφέας. Σίγουρα δεν φτάνει τα πρόσωπα, οι δράσεις τους, οι κοινωνικές και προσωπικές καταστάσεις στις οποίες θα μπλεχτούν, να "ντυθούν" τα ρούχα παλιάς εποχής. Κάθε περίοδος είναι ένας ιδιαίτερος και τελικά ανεπανάληπτος στις λεπτομέρειες του κόσμος, με το δικό του πολιτισμό, τη δική του καθημερινή κουλτούρα στις συνήθειες και στις συμπεριφορές των ανθρώπων. Το δυσκολότερο είναι να προσεγγίσει ο συγγραφέας τον ιδιαίτερο ατομικό και μαζικό ψυχισμό των ανθρώπων μιας ορισμένης ιστορικής περιόδου, να τον κατανοήσει και μετά να αναδημιουργήσει πειστικά εκείνο το κομμάτι του παρελθόντος που επέλεξε να αφηγηθεί στις σελίδες του.

Πόσο χρόνο σας πήρε μέχρι να το τελειώσετε;

Η συγγραφή κράτησε περίπου δυο χρόνια και πριν από αυτή, καθώς με απασχολούσε από παλιά ως ένα πιθανό θέμα, συνέλεγα πληροφορίες που αφορούσαν στη σχετική πραγματολογική έρευνα. Εξάλλου στον Όρκο, όπως διαπιστώσατε, υπάρχει εμπλοκή ανθρώπων διαφορετικών και μακρινών, για εκείνη την εποχή, μεταξύ τους περιοχών και ιστορικών δρώμενων: από το βυζαντινή Νικόπολη και τις αραβικές επιδρομές ως τη Σκανδιναβία των Βίκινγκς και τους Βάραγγους μισθοφόρους που υπηρετούσαν στο βυζαντινό στρατό. Επίσης υπάρχουν οι διαπολιτισμικές αναφορές που έκρινα αναγκαίες να συνδυάσω και να παραθέσω για την εξέλιξη της πλοκής, όπως η Αχερουσία λίμνη ως πύλη του Κάτω Κόσμου και ο θρύλος του βασιλιά Αρθούρου ως παραμύθι αφηγούμενο από τα χείλη της βάβως και η τύχη ενός από τους ιππότες της Αναζήτησης.

Στοίχειωσαν μέσα σας τα πρόσωπα του Κωσταντή και της Αρετής; Εγώ πάντως διαβάζοντας το, τους ένιωθα να με ακουμπούν... μερικές φορες, οφείλω να το πω, τρόμαξα κιόλας.

Χαίρομαι που τα καμώματα τους έγιναν αφορμή για μια περίπου βιωματική εμπειρία. Αυτό άλλωστε, όπως καλά γνωρίζετε, καλύτερα από μένα, είναι το επιδιωκόμενο για το συγγραφέα. Το στοίχειωμα ήταν αναπόφευκτο και ζητούμενο, προκειμένου οι δύο αυτοί βασικοί ήρωες να "γεννήσουν" τις ιδιαίτερες δράσεις τους, τις επιλογές και τις αποφάσεις τους. Κάποτε κάποτε είχα την αίσθηση ότι ανέπνεα μέσα από αυτούς, ότι φοβόμουν αυτό που τους φόβιζε και ότι προσδοκούσα αυτό το οποίο ονειρεύονταν ή έλπιζαν. Παρόλο που, ακολουθώντας ως ένα βαθμό τους στίχους της παραλογής, είχα έναν δεδομένο αφηγηματικό κορμό, συχνά είχα την αίσθηση ότι βάδιζα στα άγνωστα εδάφη ενός πρωτόγνωρου κόσμου, ενός κόσμου όπου το πραγματικό και το φανταστικό εμπλέκονταν και αλληλεπιδρούσαν παράξενα, προκαλώντας συναισθήματα δέους, αγωνίας, στοργής και πάθους κάποιες φορές, τόσο στους ήρωες όσο και σε μένα.

 Απο που αντλήσατε τις πληροφορίες για μια τόσο σκοτεινή εποχή όσο η εποχή που εκτυλίσσετε το έργο σας;

Η σχετική βιβλιογραφία προέρχεται από την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, από τον Δ. Ζακυνθινό, τον Βασίλιεφ και άλλους, σε ό,τι αφορά στο ιστορικό κομμάτι. Επίσης οι εκδοχές της παραλογής άλλων βαλκανικών λαών, η σκανδιναβική μυθολογία και σχετικοί θρύλοι εκείνης της εποχής σε Ανατολή και Δύση.

Πιστεύετε ότι αποδώσατε αυτό που πραγματικά είχατε στο μυαλό σας ή μήπως αν το γράφατε ξανά θα διορθώνατε κάποια πράγματα;

Πιστεύω πως κάθε μυθοπλασία είναι ημιτελής και αν συνέβαινε να ξαναγραφτεί ο Όρκος, κάποια στιγμή στο μέλλον, θα περιείχε διαφορετικά πράγματα και σίγουρα θα έκρινα ότι κάποια σημεία χρειάζονται διόρθωση, αλλαγή ή εκτεταμένη αναδόμηση. Η περίοδος που συγγράφεται ένα βιβλίο είναι ταυτόχρονα περίοδος της ζωής του συγγραφέα, μια φάση που έχει τα δικά της χαρακτηριστικά, αυτά με έναν έμμεσο τρόπο περνούν και στο προϊόν της γραφής. Σε μια επόμενη φάση, καθώς αλλάζουμε, ωριμάζουμε ή αναθεωρούμε οπτική, προσανατολισμούς και επιθυμίες, το αποτέλεσμα στο χαρτί θα ήταν κάπως διαφορετικό ή πολύ διαφορετικό. Από την άλλη ό,τι τελειώνει, κλείνεται μέσα στις σελίδες του και δύσκολα θα έμπαινα στη διαδικασία να το ξαναπειράξω εκτός αν υπάρξουν ιδιαίτεροι προσωπικοί λόγοι, κάποιοι ανοιχτοί λογαριασμοί με μένα που δεν έκλεισαν με το τέλος του βιβλίου. Και πάλι όμως το πιο πιθανό είναι αυτοί οι ανοιχτοί λογαριασμοί να πάρουν τη μορφή ενός νέου βιβλίου, να απαιτήσουν το ξεκαθάρισμα μέσα από μια καινούρια και άφθαρτη νοητικά και συναισθηματικά μυθοπλασία.

Τι καταλάβατε από την πορεία του "ΟΡΚΟΥ", έχουν πέραση τέτοιου είδους βιβλία η τα πλακώνουν τα άλλα, τα λεγόμενα εμπορικά;

Υπάρχει μια ανταπόκριση αλλά μέσα σε μια πληθώρα άλλων, ανάμεσα σε αυτά και αυτά που αναφέρατε, και σε μια δύσκολη και περιορισμένη αγορά, όπως αυτή του βιβλίου, είναι δύσκολο να βρουν τη θέση που θα τους έπρεπε. Επίσης είναι δύσκολο ακόμα και να συναντήσουν τους δικούς τους αναγνώστες, εκείνους που θα συναρπάζονταν από τη μυθιστορηματική αναδημιουργία ενός θρύλου ή εκείνων που γοητεύονται από ιστορίες ασυνήθιστες, δε θα πω δύσκολες ή δύσληπτες, ποιοτικές ή μη ποιοτικές, αλλά ιστορίες που ξεφεύγουν από μια συγγραφική πεπατημένη.

Θα τολμούσατε ξανά το ίδιο εγχείρημα με κάτι άλλο από τη παράδοση του τόπου μας;

Φυσικά και θα το ξαναέκανα. Ήταν μια συναρπαστική εμπειρία που θα ήθελα να ζήσω και στο μέλλον. Υπάρχει κάτι στο νου μου σχετικό με ακριτικό έπος άλλα ακόμα δεν έχω κατασταλάξει. Αυτό βέβαια θα περιμένει καθώς δεν βρίσκεται στις άμεσες προτεραιότητες, στις ιδέες που θέλουν να βρουν διέξοδο στο χαρτί στο επόμενο διάστημα.

Η σημερινή κατάντια της χώρας μας σας εμπνέει;

Νομίζω πως θα έπρεπε να δίνει αφορμές για σκέψη, κριτική και έκφραση σε κάθε συγγραφέα. Έχει αποτυπωθεί, σε έναν κάποιο βαθμό, στο επόμενο, μετά τον Όρκο, μυθιστόρημά μου και υπάρχει συνέχεια σε δύο ακόμα που δεν έχουν εκδοθεί. Το ερώτημα είναι αν οι εκδότες θέλουν να εκδίδουν αλλά και οι αναγνώστες αν θέλουν να διαβάζουν, σχετικούς προβληματισμούς και απόψεις, δοσμένες είτε μέσα από μυθιστορήματα είτε μέσα από δοκίμια. Είναι ένα αντιφατικό γνώρισμα της εποχής μας: η αποστασιοποίηση των δημιουργών, με εξαιρέσεις πάντοτε, από την κοινωνική πραγματικότητα. Στην καλύτερη περίπτωση περιορίζεται σε μια αναιμική διαμαρτυρία που εξαντλείται σε σύντομα σχόλια συμπαράστασης. Άλλες φορές κάποιοι επιλέγουν να αρθρώνουν λόγους ενοχοποίησης ενός ολόκληρου λαού. Μάλλον αμηχανία το ονομάζω όλο αυτό, αδυναμία διατύπωσης ερωτήσεων σχετικά με αυτό που συμβαίνει όχι μόνο στην Ελλάδα άλλα και παγκόσμια. Εξάλλου πάντοτε ελλοχεύει ο κίνδυνος να χαρακτηριστεί λαϊκιστής, γραφικός, βαλκάνιος, συνομωσιολόγος ή εχθρός της προόδου όποιος καταπιαστεί με αυτό που συμβαίνει στη χώρα μας άλλα αυτά που θα πει δεν συμπλέουν με συστημικές απόψεις.

Η τελευταία λέξη δικιά σας

Το μόνο που θα ΄θελα να προσθέσω είναι να ευχηθώ η δύναμη που ενέπνευσε τον Κωνσταντή να κάνει μια αδιανόητη υπέρβαση, να γίνει μια υγιής νόσος συνειδήσεων σε μια εποχή που τέτοιες αδιανόητες υπερβάσεις είναι αναγκαίες ως στάση απέναντι σε αυτό που περνάει η χώρα μας σήμερα.

Σάββατο 5 Απριλίου 2014

"Έρωτας στον Καθρέφτη" της Ευρυδίκης Αμανατίδου



   Πόσες παραδοχές και πόσες αρνήσεις απέναντι στον εαυτό μας περιέχει ένας  έρωτας στο ξεκίνημα και στην εξέλιξή του; Πόσο αποδεκτό πόνο κρύβει στο τέλος, όταν αυτό το τέλος διαφαίνεται κοντινό και βέβαιο από την αρχή; Και άραγε, είναι ο έρωτας το πάντοτε επιθυμητό ρήγμα στην καθημερινή πραγματικότητα που δυναμώνει την επιθυμία μας για ζωή;
   Αυτά είναι μόνο μερικά από τα ερωτήματα που θα κυλήσουν αβίαστα στις σκέψεις του αναγνώστη  διαβάζοντας το μυθιστόρημα "Έρωτας στον Καθρέφτη" της δοκιμασμένης σε δύσκολα λογοτεχνικά πεδία συγγραφέως Ευρυδίκης Αμανατίδου.
   Φυσικά, θα απασχολήσει τον αναγνώστη και το νόημα του αινιγματικού τίτλου που θα αρχίσει να γίνεται κατανοητό όταν θα ξεδιπλωθεί, με αριστοτεχνικό τρόπο και κατάλληλες, ισόρροπες δόσεις, μια δευτερογενής μυθοπλασία μέσα στη βασική.  
   Η βασική μυθοπλασία έχει ήρωες την σαραντάχρονη θεατρική συγγραφέα Αριάδνη Αργυρού και τον είκοσι τριών ετών φοιτητή Θεολογίας και επίδοξο μυθιστοριογράφο Πέτρο Βαρλάμη. Η Αριάδνη, έχοντας φτάσει στο απόγειο της επιτυχίας, είναι αναγκασμένη, στο πλαίσιο κοινωνικών και επαγγελματικών συμβάσεων που επιβάλλει η θέση της, να ζει μια ζωή που την κουράζει και αποστρέφεται. Στο πλάι της, ήδη βρίσκεται ένας σύντροφος με τον οποίο δεν την συνδέει πια τίποτε και παίζει το ρόλο του απαραίτητου συνοδού, όταν πρόκειται να πραγματοποιήσει μια δημόσια εμφάνιση. Αποτέλεσμα είναι η συγκυριακή δυσκολία να δημιουργήσει, να εκφραστεί πάλι μέσα από τα γραπτά της και με αυτόν τον τρόπο να συμφιλιωθεί πάλι με τον εαυτό της και τη ζωή. Δείγμα της αποξένωσης από τον εαυτό της είναι μια δυστροπία ή ιδιορρυθμία στις σχέσεις με τους άλλους που τη διακατέχει εκείνη την περίοδο. Το ερωτικό δέσιμο ανάμεσα σε κείνην και τον Πέτρο θα αναπτυχθεί σταδιακά με αφορμή τα ανώνυμα κείμενα του τελευταίου στην πόρτα της Αριάδνης, τα οποία συνοδεύονται πάντοτε από ένα λευκό τριαντάφυλλο. Κείμενα που δεν είναι παρά αποσπάσματα του πρώτου μυθιστορήματος που αποπειράται να γράψει ο Πέτρος.
   Έτσι, από κει και μετά, το βιβλίο θα κινηθεί σε δύο επάλληλους χρόνους. Ο ένας συνίσταται στον αφηγηματικό κορμό του Έρωτα στον Καθρέφτη και ο άλλος παρουσιάζεται ως μια εγκιβωτισμένη αποσπασματική αφήγηση που δίνεται από τη γραφή του Πέτρου. Ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτος είναι κι ένας τρίτος, πολύ μικρότερος σε έκταση, επικουρικός χρόνος, ο ονειροφαντασιωτικός χρόνος της Αριάδνης και του Πέτρου, που ταξιδεύει ισάξια τον αναγνώστη και αποτυπώνει με ένταση και αισθησιασμό το ανερχόμενο πάθος, ανομολόγητο αρχικά, του καθενός για τον άλλον.
  Η εμπεριεχόμενη μυθοπλασία, αυτή της γραφής του Πέτρου, θα προσφέρει σταδιακά στον αναγνώστη και τη δυνατότητα ερμηνείας του τίτλου "Έρωτας στον Καθρέφτη".  Με ήρωες  τον εικαστικό καλλιτέχνη Ιάσονα και τη Γλαύκη, μια τυφλή πανέμορφη κοπέλα, θα αποτελέσει τον καθρέφτη της βασικής μυθοπλασίας, όπου ο Ιάσονας και η Γλαύκη δίνουν την εντύπωση πως είναι τα αντεστραμμένα ή καθρεπτικά είδωλα των ήδη γνωστών ηρώων, Αριάδνης και Πέτρου. Προσωπικά, και πέρα από τις προφανείς αντιστοιχίσεις, συχνά αναρωτήθηκα, και ιδιαίτερα στο τέλος, ποιος τελικά είναι το καθρέφτισμα τίνος, καθώς η γραφή της Ευρυδίκης Αμανατίδου εγείρει υποθέσεις και ανατροπές υποθέσεων μέχρι την τελευταία σελίδα, δίνοντας και μετά το τέλος της ανάγνωσης τροφή για γόνιμες, ανεξάρτητες προεκτάσεις του αναγνώστη με αφορμή τα όσα διάβασε.
   Καθόλου εύκολη η εξέλιξη της σχέσης Αριάδνης και Πέτρου. Μέχρι να καταλήξει σε έναν αμοιβαία γνωστοποιημένο και εκπληρωμένο, εν τέλει, έρωτα, θα περάσει από χίλιες δυο δυσκολίες, συγκρούσεις και πισωγυρίσματα. Μια σειρά από αναστολές και φραγμούς που κυρίως οφείλονται στη διαφορά ηλικίας, ένα ισχυρό ανάχωμα στη συνείδηση της ηρωίδας, αλλά και κάποιες φορές στη διαφορά της κοινωνικής θέσης και της οικονομικής κατάστασης. Συνδετικός κρίκος μεταξύ τους, εκείνες τις δύσκολες στιγμές, τα κείμενα του Πέτρου άλλα και σαν από μηχανής θεός, κάποτε, η Κική, μια απλή καθημερινή γυναίκα και πραγματική φίλη της Αριάδνης.
    Καταλυτικός κι ο ρόλος, στην κατεύθυνση της εκπλήρωσης, του Αουγκούστο Μόντι, του ώριμου, γοητευτικού και σίγουρου για τον εαυτό του, Ιταλού θεατρικού συγγραφέα που θα προτρέψει τη ηρωίδα να ακολουθήσει το συναίσθημα χωρίς φόβο και αναστολές. Μεγάλο και άξιο νικητή θα τολμούσα να χαρακτηρίσω τον τελευταίο. Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθούν οι εκπληκτικές περιγραφές των τοπίων της Ίσκια, νησιωτικού τουριστικού θερέτρου στην Ιταλία , όπου η Αριάδνη θα βρεθεί φιλοξενούμενη του Ιταλού συναδέλφου της, όπως και της εν πλω παρέλασης μεταμφιεσμένων στη διάρκεια της τοπικής γιορτής της Αγίας Άννας. Σε όλες αυτές τις περιγραφές η Ευρυδίκη Αμανατίδου δίνει μια θαυμαστή οπτική περιηγητή  στον αναγνώστη που έχει τη αίσθηση ότι έχει ταξιδέψει και βρίσκεται στην Ίσκια.  
   Φυσικά, ο αναγνώστης είναι ήδη συμμέτοχος των καταστάσεων και των συναισθημάτων που βασανίζουν, χαροποιούν, διχάζουν, διαγείρουν ή λυτρώνουν τους ήρωες μας και αυτό κορυφώνεται στο τέλος, τόσο στη μια μυθοπλασία όσο και στην άλλη. Οι δαίμονες και οι άγγελοι της Αριάδνης, του Πέτρου, του Ιάσονα και της Γλαύκης παρελαύνουν είτε υπό μορφή εσωτερικού μονολόγου είτε διαλόγου με εξαιρετική ενάργεια αλλά και τέτοια ένταση που κάποιες φορές θα κάνουν τον αναγνώστη να αναρωτηθεί αν στο τέλος θα υπάρξει λύτρωση. Και είναι αυτή η καταληκτήρια δράση που φέρνει τη γαλήνη, και στις δυο περιπτώσεις μυθοπλασίας, τόσο επιδέξια δοσμένη, που κάνει τον αναγνώστη συναποδέκτη αυτής της λύτρωσης.
   Δεν έχω παρά να συγχαρώ θερμά την Ευρυδίκη Αμανατίδου  για τις στιγμές που μου πρόσφερε η ανάγνωση του Έρωτα στον Καθρέφτη, τα συναισθήματα, τις αφορμές για σκέψη και εσωτερική αναπόληση ενός συστατικού και κινητήριου στοιχείου στη ζωή του καθενός που είναι ο έρωτας. Άλλωστε, όπως γράφει η συγγραφέας στο τέλος, και συμφωνώ απόλυτα, είναι ο πιο επίμονος επισκέπτης σε ώρες κοινής ησυχίας, ο πιο περιζήτητος επισκέπτης σε ώρες επιφανειακής ακινησίας της ψυχής, θα συμπλήρωνα εγώ. Καλή συνέχεια αγαπημένη μου φίλη!!!
                                                                                                                        Φώτης Κατσιμπούρης