Τρίτη 22 Απριλίου 2014

Συνέντευξη στη συγγραφέα και δημοσιογράφο Ρίκη Ματαλλιωτάκη με θέμα το βιβλίο μου " Ο Όρκος "

http://cretablog.gr/synenteykseis/item/41939-fotis-katsimpoyris-o-orkos-akouses-kostantine-mou-ti-lene-ta-poulakia-pos-perpatoyn-oi-zontanoi-me-tous-apetham

Ρίκη Ματαλλιωτάκη:

Το να συναντάς ξαφνικά ένα δημοτικό τραγούδι, όπως το τραγούδι του ''Του Νεκρού Αδερφού'' να έχει εμπνεύσει ένα δημιουργό και να το έχει μετατρέψει σε βιβλίο, είναι σαν να βαδίζεις σε μια άνυδρη έρημο και ξάφνου να  συναντάς μια όαση.
Προσωπικά εγώ, μέσα στην πληθώρα των ανούσιων "δημιουργημάτων που μας κατακλύζουν, έτσι εξέλαβα την ανάγνωση του βιβλίου του Φώτη Κατσιμπούρη ο "Ορκος" το οποίο είναι μια απόδοση μυθιστορηματικής αναδημιουργίας της παραλογής ''Του Νεκρού Αδερφού' και διαδραματίζεται στη μεσαιωνική Νικόπολη της Ηπείρου, τον 9ο αι. μ.Χ. Σε μια εποχή θεοκρατίας, συγκρούσεων και ακλόνητων κοινωνικών στερεοτύπων που οι ιστορικοί έχουν ονομάσει εποχή των σκοτεινών χρόνων, δύο αδέρφια, η Αρετή και ο Κωσταντής, τολμούν να ονειρεύονται...
Αν κι εσείς λοιπόν τολμάτε να ονειρεύεστε, μα και συγχρόνως να διδάσκεστε, διαβάστε το...

Η συνέντευξη:

Ομολογώ ότι επειδή έχω μια ιδιαίτερη αδυναμία στο ιστορικό μυθιστόρημα, είμαι και λιγο αυστηρος κριτής του, πρέπει όμως επίσης να ομολογήσω ότι το δικό σας με συνεπήρε και κυριολεκτικά το ρούφηξα. Δικαιούμαι λοιπόν να ρωτήσω μερικά πράγματα. Και ξεκινώ: Πως σας ήρθε αλήθεια η ιδέα να μετατρέψετε ένα δημοτικό τραγούδι σε μυθιστόρημα;

Η παραλογή Του Νεκρού Αδερφού, επειδή, πέρα από τα έντονα συναισθήματα που προκαλεί, ενέχει μεταφυσική και υπέρβαση του θανάτου, με είχε συναρπάσει από την εποχή που τη γνώρισα ως σχολικό ανάγνωσμα. Θεώρησα λοιπόν πως πρόσφερε ένα πλήθος από ερεθίσματα για μυθοπλαστική ανάπτυξη. Κυρίως, ήταν το πολύ ιδιαίτερο φαντασιακό επίπεδο στο οποίο κινείται, το ανακάλεσμα ενός ανθρώπου που έχει φύγει από τη ζωή με σκοπό την εκπλήρωση ενός όρκου και μέσα από αυτό η περιγραφή της ειδικής σχέσης μεταξύ των προσώπων: μάνας - κόρης και γιού-μάνας, σχέσεις πίστης και αφοσίωσης που μπορεί να χαρακτηρίζουν ακόμα και σήμερα την οικογένεια. Τελικά, η πορεία της συγγραφής βαθμηδόν γινόταν μια ξεχωριστή βιωματική εμπειρία όπου συχνά χανόμουν μέσα της. Ταυτόχρονα έπρεπε να τοποθετηθεί σε ένα ιστορικό πλαίσιο. Η ιστορία του Νεκρού Αδερφού είναι ένας θρύλος γνωστός, με διάφορες παραλλαγές, σε όλους τους βαλκανικούς λαούς και είναι πολύ δύσκολο να εντοπιστεί η αρχική προέλευσή του. Κοινό στοιχείο είναι η μετά θάνατο έγερση του κεντρικού ήρωα κι αυτό είναι που την κάνει να περιέχει μυστήριο και εκμάγευση, ενώ ο θάνατος όλων των μελών της οικογένειας σε συνδυασμό με το παραπάνω, δίνει πάντοτε την ανάμεικτη αίσθηση θλίψης και φόβου, την αίσθηση μιας σκοτεινής ιστορίας. Το παράξενο είναι ότι η παραλογή παραπέμπει σε γοτθική ιστορία κάποιας χώρας του Βορρά, αν και είναι μια ιστορία της ευρύτερης περιοχής μας. Έτσι, ο 9ος αιώνας, τελευταία περίοδος εικονομαχίας, μέρος της εποχής των Σκοτεινών Χρόνων, αποτέλεσε το κατάλληλο ιστορικό πλαίσιο και ίσως είναι η εποχή της γέννησης του σχετικού θρύλου.

Δεν είναι παρακινδυνευμένο κάτι τέτοιο; Έχει λεπτή ισορροπία η συγγραφή ενός ιστορικού μυθιστορήματος, έτσι δεν είναι;

Φυσικά και είναι παρακινδυνευμένο. Από τη μια υπάρχει ο κίνδυνος να χαθεί το κυρίαρχο στοιχείο της παραλογής που είναι η δύναμη του όρκου του Κωνσταντή στη μητέρα του και η βασική αίσθηση που αφήνει στον αναγνώστη και από την άλλη να περιοριστεί η αφήγηση στο αυστηρό πλαίσιο της γνωστής ιστορίας, όπως αποτυπώνεται στους στίχους του τραγουδιού. Στη μια περίπτωση θα ήταν μια φλύαρη ασεβής αφήγηση όπου θα είχε χαθεί το κυρίαρχο στοιχείο της παραλογής και στην άλλη η μυθοπλασία θα ήταν άγονη, μια απλή μεταγραφή σε πεζό λόγο. Τώρα σχετικά με τη λεπτή ισορροπία του ιστορικού μυθιστορήματος έχω να πω πως πράγματι είναι μια από τις πιο δύσκολες προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει ένας συγγραφέας. Σίγουρα δεν φτάνει τα πρόσωπα, οι δράσεις τους, οι κοινωνικές και προσωπικές καταστάσεις στις οποίες θα μπλεχτούν, να "ντυθούν" τα ρούχα παλιάς εποχής. Κάθε περίοδος είναι ένας ιδιαίτερος και τελικά ανεπανάληπτος στις λεπτομέρειες του κόσμος, με το δικό του πολιτισμό, τη δική του καθημερινή κουλτούρα στις συνήθειες και στις συμπεριφορές των ανθρώπων. Το δυσκολότερο είναι να προσεγγίσει ο συγγραφέας τον ιδιαίτερο ατομικό και μαζικό ψυχισμό των ανθρώπων μιας ορισμένης ιστορικής περιόδου, να τον κατανοήσει και μετά να αναδημιουργήσει πειστικά εκείνο το κομμάτι του παρελθόντος που επέλεξε να αφηγηθεί στις σελίδες του.

Πόσο χρόνο σας πήρε μέχρι να το τελειώσετε;

Η συγγραφή κράτησε περίπου δυο χρόνια και πριν από αυτή, καθώς με απασχολούσε από παλιά ως ένα πιθανό θέμα, συνέλεγα πληροφορίες που αφορούσαν στη σχετική πραγματολογική έρευνα. Εξάλλου στον Όρκο, όπως διαπιστώσατε, υπάρχει εμπλοκή ανθρώπων διαφορετικών και μακρινών, για εκείνη την εποχή, μεταξύ τους περιοχών και ιστορικών δρώμενων: από το βυζαντινή Νικόπολη και τις αραβικές επιδρομές ως τη Σκανδιναβία των Βίκινγκς και τους Βάραγγους μισθοφόρους που υπηρετούσαν στο βυζαντινό στρατό. Επίσης υπάρχουν οι διαπολιτισμικές αναφορές που έκρινα αναγκαίες να συνδυάσω και να παραθέσω για την εξέλιξη της πλοκής, όπως η Αχερουσία λίμνη ως πύλη του Κάτω Κόσμου και ο θρύλος του βασιλιά Αρθούρου ως παραμύθι αφηγούμενο από τα χείλη της βάβως και η τύχη ενός από τους ιππότες της Αναζήτησης.

Στοίχειωσαν μέσα σας τα πρόσωπα του Κωσταντή και της Αρετής; Εγώ πάντως διαβάζοντας το, τους ένιωθα να με ακουμπούν... μερικές φορες, οφείλω να το πω, τρόμαξα κιόλας.

Χαίρομαι που τα καμώματα τους έγιναν αφορμή για μια περίπου βιωματική εμπειρία. Αυτό άλλωστε, όπως καλά γνωρίζετε, καλύτερα από μένα, είναι το επιδιωκόμενο για το συγγραφέα. Το στοίχειωμα ήταν αναπόφευκτο και ζητούμενο, προκειμένου οι δύο αυτοί βασικοί ήρωες να "γεννήσουν" τις ιδιαίτερες δράσεις τους, τις επιλογές και τις αποφάσεις τους. Κάποτε κάποτε είχα την αίσθηση ότι ανέπνεα μέσα από αυτούς, ότι φοβόμουν αυτό που τους φόβιζε και ότι προσδοκούσα αυτό το οποίο ονειρεύονταν ή έλπιζαν. Παρόλο που, ακολουθώντας ως ένα βαθμό τους στίχους της παραλογής, είχα έναν δεδομένο αφηγηματικό κορμό, συχνά είχα την αίσθηση ότι βάδιζα στα άγνωστα εδάφη ενός πρωτόγνωρου κόσμου, ενός κόσμου όπου το πραγματικό και το φανταστικό εμπλέκονταν και αλληλεπιδρούσαν παράξενα, προκαλώντας συναισθήματα δέους, αγωνίας, στοργής και πάθους κάποιες φορές, τόσο στους ήρωες όσο και σε μένα.

 Απο που αντλήσατε τις πληροφορίες για μια τόσο σκοτεινή εποχή όσο η εποχή που εκτυλίσσετε το έργο σας;

Η σχετική βιβλιογραφία προέρχεται από την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, από τον Δ. Ζακυνθινό, τον Βασίλιεφ και άλλους, σε ό,τι αφορά στο ιστορικό κομμάτι. Επίσης οι εκδοχές της παραλογής άλλων βαλκανικών λαών, η σκανδιναβική μυθολογία και σχετικοί θρύλοι εκείνης της εποχής σε Ανατολή και Δύση.

Πιστεύετε ότι αποδώσατε αυτό που πραγματικά είχατε στο μυαλό σας ή μήπως αν το γράφατε ξανά θα διορθώνατε κάποια πράγματα;

Πιστεύω πως κάθε μυθοπλασία είναι ημιτελής και αν συνέβαινε να ξαναγραφτεί ο Όρκος, κάποια στιγμή στο μέλλον, θα περιείχε διαφορετικά πράγματα και σίγουρα θα έκρινα ότι κάποια σημεία χρειάζονται διόρθωση, αλλαγή ή εκτεταμένη αναδόμηση. Η περίοδος που συγγράφεται ένα βιβλίο είναι ταυτόχρονα περίοδος της ζωής του συγγραφέα, μια φάση που έχει τα δικά της χαρακτηριστικά, αυτά με έναν έμμεσο τρόπο περνούν και στο προϊόν της γραφής. Σε μια επόμενη φάση, καθώς αλλάζουμε, ωριμάζουμε ή αναθεωρούμε οπτική, προσανατολισμούς και επιθυμίες, το αποτέλεσμα στο χαρτί θα ήταν κάπως διαφορετικό ή πολύ διαφορετικό. Από την άλλη ό,τι τελειώνει, κλείνεται μέσα στις σελίδες του και δύσκολα θα έμπαινα στη διαδικασία να το ξαναπειράξω εκτός αν υπάρξουν ιδιαίτεροι προσωπικοί λόγοι, κάποιοι ανοιχτοί λογαριασμοί με μένα που δεν έκλεισαν με το τέλος του βιβλίου. Και πάλι όμως το πιο πιθανό είναι αυτοί οι ανοιχτοί λογαριασμοί να πάρουν τη μορφή ενός νέου βιβλίου, να απαιτήσουν το ξεκαθάρισμα μέσα από μια καινούρια και άφθαρτη νοητικά και συναισθηματικά μυθοπλασία.

Τι καταλάβατε από την πορεία του "ΟΡΚΟΥ", έχουν πέραση τέτοιου είδους βιβλία η τα πλακώνουν τα άλλα, τα λεγόμενα εμπορικά;

Υπάρχει μια ανταπόκριση αλλά μέσα σε μια πληθώρα άλλων, ανάμεσα σε αυτά και αυτά που αναφέρατε, και σε μια δύσκολη και περιορισμένη αγορά, όπως αυτή του βιβλίου, είναι δύσκολο να βρουν τη θέση που θα τους έπρεπε. Επίσης είναι δύσκολο ακόμα και να συναντήσουν τους δικούς τους αναγνώστες, εκείνους που θα συναρπάζονταν από τη μυθιστορηματική αναδημιουργία ενός θρύλου ή εκείνων που γοητεύονται από ιστορίες ασυνήθιστες, δε θα πω δύσκολες ή δύσληπτες, ποιοτικές ή μη ποιοτικές, αλλά ιστορίες που ξεφεύγουν από μια συγγραφική πεπατημένη.

Θα τολμούσατε ξανά το ίδιο εγχείρημα με κάτι άλλο από τη παράδοση του τόπου μας;

Φυσικά και θα το ξαναέκανα. Ήταν μια συναρπαστική εμπειρία που θα ήθελα να ζήσω και στο μέλλον. Υπάρχει κάτι στο νου μου σχετικό με ακριτικό έπος άλλα ακόμα δεν έχω κατασταλάξει. Αυτό βέβαια θα περιμένει καθώς δεν βρίσκεται στις άμεσες προτεραιότητες, στις ιδέες που θέλουν να βρουν διέξοδο στο χαρτί στο επόμενο διάστημα.

Η σημερινή κατάντια της χώρας μας σας εμπνέει;

Νομίζω πως θα έπρεπε να δίνει αφορμές για σκέψη, κριτική και έκφραση σε κάθε συγγραφέα. Έχει αποτυπωθεί, σε έναν κάποιο βαθμό, στο επόμενο, μετά τον Όρκο, μυθιστόρημά μου και υπάρχει συνέχεια σε δύο ακόμα που δεν έχουν εκδοθεί. Το ερώτημα είναι αν οι εκδότες θέλουν να εκδίδουν αλλά και οι αναγνώστες αν θέλουν να διαβάζουν, σχετικούς προβληματισμούς και απόψεις, δοσμένες είτε μέσα από μυθιστορήματα είτε μέσα από δοκίμια. Είναι ένα αντιφατικό γνώρισμα της εποχής μας: η αποστασιοποίηση των δημιουργών, με εξαιρέσεις πάντοτε, από την κοινωνική πραγματικότητα. Στην καλύτερη περίπτωση περιορίζεται σε μια αναιμική διαμαρτυρία που εξαντλείται σε σύντομα σχόλια συμπαράστασης. Άλλες φορές κάποιοι επιλέγουν να αρθρώνουν λόγους ενοχοποίησης ενός ολόκληρου λαού. Μάλλον αμηχανία το ονομάζω όλο αυτό, αδυναμία διατύπωσης ερωτήσεων σχετικά με αυτό που συμβαίνει όχι μόνο στην Ελλάδα άλλα και παγκόσμια. Εξάλλου πάντοτε ελλοχεύει ο κίνδυνος να χαρακτηριστεί λαϊκιστής, γραφικός, βαλκάνιος, συνομωσιολόγος ή εχθρός της προόδου όποιος καταπιαστεί με αυτό που συμβαίνει στη χώρα μας άλλα αυτά που θα πει δεν συμπλέουν με συστημικές απόψεις.

Η τελευταία λέξη δικιά σας

Το μόνο που θα ΄θελα να προσθέσω είναι να ευχηθώ η δύναμη που ενέπνευσε τον Κωνσταντή να κάνει μια αδιανόητη υπέρβαση, να γίνει μια υγιής νόσος συνειδήσεων σε μια εποχή που τέτοιες αδιανόητες υπερβάσεις είναι αναγκαίες ως στάση απέναντι σε αυτό που περνάει η χώρα μας σήμερα.

Σάββατο 5 Απριλίου 2014

"Έρωτας στον Καθρέφτη" της Ευρυδίκης Αμανατίδου



   Πόσες παραδοχές και πόσες αρνήσεις απέναντι στον εαυτό μας περιέχει ένας  έρωτας στο ξεκίνημα και στην εξέλιξή του; Πόσο αποδεκτό πόνο κρύβει στο τέλος, όταν αυτό το τέλος διαφαίνεται κοντινό και βέβαιο από την αρχή; Και άραγε, είναι ο έρωτας το πάντοτε επιθυμητό ρήγμα στην καθημερινή πραγματικότητα που δυναμώνει την επιθυμία μας για ζωή;
   Αυτά είναι μόνο μερικά από τα ερωτήματα που θα κυλήσουν αβίαστα στις σκέψεις του αναγνώστη  διαβάζοντας το μυθιστόρημα "Έρωτας στον Καθρέφτη" της δοκιμασμένης σε δύσκολα λογοτεχνικά πεδία συγγραφέως Ευρυδίκης Αμανατίδου.
   Φυσικά, θα απασχολήσει τον αναγνώστη και το νόημα του αινιγματικού τίτλου που θα αρχίσει να γίνεται κατανοητό όταν θα ξεδιπλωθεί, με αριστοτεχνικό τρόπο και κατάλληλες, ισόρροπες δόσεις, μια δευτερογενής μυθοπλασία μέσα στη βασική.  
   Η βασική μυθοπλασία έχει ήρωες την σαραντάχρονη θεατρική συγγραφέα Αριάδνη Αργυρού και τον είκοσι τριών ετών φοιτητή Θεολογίας και επίδοξο μυθιστοριογράφο Πέτρο Βαρλάμη. Η Αριάδνη, έχοντας φτάσει στο απόγειο της επιτυχίας, είναι αναγκασμένη, στο πλαίσιο κοινωνικών και επαγγελματικών συμβάσεων που επιβάλλει η θέση της, να ζει μια ζωή που την κουράζει και αποστρέφεται. Στο πλάι της, ήδη βρίσκεται ένας σύντροφος με τον οποίο δεν την συνδέει πια τίποτε και παίζει το ρόλο του απαραίτητου συνοδού, όταν πρόκειται να πραγματοποιήσει μια δημόσια εμφάνιση. Αποτέλεσμα είναι η συγκυριακή δυσκολία να δημιουργήσει, να εκφραστεί πάλι μέσα από τα γραπτά της και με αυτόν τον τρόπο να συμφιλιωθεί πάλι με τον εαυτό της και τη ζωή. Δείγμα της αποξένωσης από τον εαυτό της είναι μια δυστροπία ή ιδιορρυθμία στις σχέσεις με τους άλλους που τη διακατέχει εκείνη την περίοδο. Το ερωτικό δέσιμο ανάμεσα σε κείνην και τον Πέτρο θα αναπτυχθεί σταδιακά με αφορμή τα ανώνυμα κείμενα του τελευταίου στην πόρτα της Αριάδνης, τα οποία συνοδεύονται πάντοτε από ένα λευκό τριαντάφυλλο. Κείμενα που δεν είναι παρά αποσπάσματα του πρώτου μυθιστορήματος που αποπειράται να γράψει ο Πέτρος.
   Έτσι, από κει και μετά, το βιβλίο θα κινηθεί σε δύο επάλληλους χρόνους. Ο ένας συνίσταται στον αφηγηματικό κορμό του Έρωτα στον Καθρέφτη και ο άλλος παρουσιάζεται ως μια εγκιβωτισμένη αποσπασματική αφήγηση που δίνεται από τη γραφή του Πέτρου. Ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτος είναι κι ένας τρίτος, πολύ μικρότερος σε έκταση, επικουρικός χρόνος, ο ονειροφαντασιωτικός χρόνος της Αριάδνης και του Πέτρου, που ταξιδεύει ισάξια τον αναγνώστη και αποτυπώνει με ένταση και αισθησιασμό το ανερχόμενο πάθος, ανομολόγητο αρχικά, του καθενός για τον άλλον.
  Η εμπεριεχόμενη μυθοπλασία, αυτή της γραφής του Πέτρου, θα προσφέρει σταδιακά στον αναγνώστη και τη δυνατότητα ερμηνείας του τίτλου "Έρωτας στον Καθρέφτη".  Με ήρωες  τον εικαστικό καλλιτέχνη Ιάσονα και τη Γλαύκη, μια τυφλή πανέμορφη κοπέλα, θα αποτελέσει τον καθρέφτη της βασικής μυθοπλασίας, όπου ο Ιάσονας και η Γλαύκη δίνουν την εντύπωση πως είναι τα αντεστραμμένα ή καθρεπτικά είδωλα των ήδη γνωστών ηρώων, Αριάδνης και Πέτρου. Προσωπικά, και πέρα από τις προφανείς αντιστοιχίσεις, συχνά αναρωτήθηκα, και ιδιαίτερα στο τέλος, ποιος τελικά είναι το καθρέφτισμα τίνος, καθώς η γραφή της Ευρυδίκης Αμανατίδου εγείρει υποθέσεις και ανατροπές υποθέσεων μέχρι την τελευταία σελίδα, δίνοντας και μετά το τέλος της ανάγνωσης τροφή για γόνιμες, ανεξάρτητες προεκτάσεις του αναγνώστη με αφορμή τα όσα διάβασε.
   Καθόλου εύκολη η εξέλιξη της σχέσης Αριάδνης και Πέτρου. Μέχρι να καταλήξει σε έναν αμοιβαία γνωστοποιημένο και εκπληρωμένο, εν τέλει, έρωτα, θα περάσει από χίλιες δυο δυσκολίες, συγκρούσεις και πισωγυρίσματα. Μια σειρά από αναστολές και φραγμούς που κυρίως οφείλονται στη διαφορά ηλικίας, ένα ισχυρό ανάχωμα στη συνείδηση της ηρωίδας, αλλά και κάποιες φορές στη διαφορά της κοινωνικής θέσης και της οικονομικής κατάστασης. Συνδετικός κρίκος μεταξύ τους, εκείνες τις δύσκολες στιγμές, τα κείμενα του Πέτρου άλλα και σαν από μηχανής θεός, κάποτε, η Κική, μια απλή καθημερινή γυναίκα και πραγματική φίλη της Αριάδνης.
    Καταλυτικός κι ο ρόλος, στην κατεύθυνση της εκπλήρωσης, του Αουγκούστο Μόντι, του ώριμου, γοητευτικού και σίγουρου για τον εαυτό του, Ιταλού θεατρικού συγγραφέα που θα προτρέψει τη ηρωίδα να ακολουθήσει το συναίσθημα χωρίς φόβο και αναστολές. Μεγάλο και άξιο νικητή θα τολμούσα να χαρακτηρίσω τον τελευταίο. Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθούν οι εκπληκτικές περιγραφές των τοπίων της Ίσκια, νησιωτικού τουριστικού θερέτρου στην Ιταλία , όπου η Αριάδνη θα βρεθεί φιλοξενούμενη του Ιταλού συναδέλφου της, όπως και της εν πλω παρέλασης μεταμφιεσμένων στη διάρκεια της τοπικής γιορτής της Αγίας Άννας. Σε όλες αυτές τις περιγραφές η Ευρυδίκη Αμανατίδου δίνει μια θαυμαστή οπτική περιηγητή  στον αναγνώστη που έχει τη αίσθηση ότι έχει ταξιδέψει και βρίσκεται στην Ίσκια.  
   Φυσικά, ο αναγνώστης είναι ήδη συμμέτοχος των καταστάσεων και των συναισθημάτων που βασανίζουν, χαροποιούν, διχάζουν, διαγείρουν ή λυτρώνουν τους ήρωες μας και αυτό κορυφώνεται στο τέλος, τόσο στη μια μυθοπλασία όσο και στην άλλη. Οι δαίμονες και οι άγγελοι της Αριάδνης, του Πέτρου, του Ιάσονα και της Γλαύκης παρελαύνουν είτε υπό μορφή εσωτερικού μονολόγου είτε διαλόγου με εξαιρετική ενάργεια αλλά και τέτοια ένταση που κάποιες φορές θα κάνουν τον αναγνώστη να αναρωτηθεί αν στο τέλος θα υπάρξει λύτρωση. Και είναι αυτή η καταληκτήρια δράση που φέρνει τη γαλήνη, και στις δυο περιπτώσεις μυθοπλασίας, τόσο επιδέξια δοσμένη, που κάνει τον αναγνώστη συναποδέκτη αυτής της λύτρωσης.
   Δεν έχω παρά να συγχαρώ θερμά την Ευρυδίκη Αμανατίδου  για τις στιγμές που μου πρόσφερε η ανάγνωση του Έρωτα στον Καθρέφτη, τα συναισθήματα, τις αφορμές για σκέψη και εσωτερική αναπόληση ενός συστατικού και κινητήριου στοιχείου στη ζωή του καθενός που είναι ο έρωτας. Άλλωστε, όπως γράφει η συγγραφέας στο τέλος, και συμφωνώ απόλυτα, είναι ο πιο επίμονος επισκέπτης σε ώρες κοινής ησυχίας, ο πιο περιζήτητος επισκέπτης σε ώρες επιφανειακής ακινησίας της ψυχής, θα συμπλήρωνα εγώ. Καλή συνέχεια αγαπημένη μου φίλη!!!
                                                                                                                        Φώτης Κατσιμπούρης