Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2012


Σημειώσεις Ελένης Στασινού: 
http://www.facebook.com/note.php?note_id=300520989982708 
3-12-2011 ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
 ΤΟΥ ΦΩΤΗ ΚΑΤΣΙΜΠΟΥΡΗ
 «Ο ΟΡΚΟΣ»
 Ο Φώτης Κατσιμπούρης θα έλεγα πως είναι ένας εσωτερικός συγγραφέας. Μάλιστα τόσο, που θα μπορούσε να φέρει σε αμηχανία αρκετούς αναγνώστες. Σκληρά λοιπόν θα πω, πως αυτοί οι αναγνώστες δεν αξίζουν στον «ΟΡΚΟ» . Διότι αυτός που θα κρατήσει το βιβλίο στα χέρια του, θα πρέπει αμέσως να έχει οσφριστεί τον απόκοσμο «αέρα» που φυσάει μέσα στις σελίδες του.
Στους παλαιότερους μάλλον είναι γνωστός ο μύθος του Κωσταντή και της Αρετής. Μύθος όμως που οικειοποιείται από πολλά Βαλκανικά κράτη. Κι εδώ είναι που θα παραδεχτώ την συγγραφική ευρηματικότητα του Φώτη Κατσιμπούρη.
 Μέσα από το ταξίδι του Κωνσταντή προς την Υπερβορεία, διασχίζοντας τις διάφορες χώρες, θα υπάρξουν οι αυτόπτες μάρτυρες της πορείας του, που μελλοντικά και θα αφηγηθούν , μα και την δυνατότητα θα έχουν, για να γίνουν διεκδικητές της πατρότητας του μύθου του.
Διαβάζοντας τον «ΟΡΚΟ» από τότε που εκδόθηκε, δεν θέλησα να έχω άποψη, ούτε και να μιλήσω για εικόνες, μεταφορές, στοιχεία καλολογικά, ούτε καν για τις γνώσεις που παρέχει ο συγγραφέας σε σχέση με την οργάνωση των κοινωνιών της εποχής εκείνης, τις ιδιαίτερες ονομασίες αξιωμάτων, τιτλούχων, κλήρων.
 Γι' αυτό και κρατώντας σημειώσεις, και μελετώντας το βιβλίο πάνω από δυο φορές, αποφάσισα πως έπρεπε να μείνω στα άλλα..
 Όπως, στην τόλμη του συγγραφέα να καταπιαστεί με ένα τόσο βαρύ θέμα.
 Και λέω βαρύ, όχι μόνο γιατί η μεγάλη Μαρία Λαμπαδαρίδου –Ποθου, άγγιξε, γράφοντας τον «Άγγελο της Στάχτης», αλλά διότι πρωτίστως το θέμα, σαν θέμα δημώδους ποίησης, είναι βαρύ. Ανάμεσα στα δυο βιβλία η φανερή διαφορά, είναι η πρόθεση. Στον «Άγγελο της Στάχτης» ο λόγος που η μάνα συναινεί στον εκπατρισμό της μοναχοκόρης, είναι η υποψία πως υπάρχει άνομο δέσιμο μεταξύ των αδελφών. Θυμάμαι την φράση «ολονύκτιες απουσίες των», που δημιουργούσε σύγκρυο, από την πιθανότητα μιας αιμομικτικής σχέσης….
 Ο Φώτης Κατσιμπούρης, δεν ναρκοθετεί την «Αγία οικογένεια». Μένει πιστός στις αρχές, στους όρκους ακόμα και πέρα από τα ανθρώπινα.
 Άλλη μια διαφορά με τον «Άγγελο της Στάχτης» είναι πως ενώ εκείνος, διαδραματιζόταν σε παρελθόντα και παρόντα χρόνο , στον «ΟΡΚΟ» εμπλέκεται το παρελθόν με τον προ –του-μύθου- χρόνο.
 Και δεν είναι μόνο μια εμπλοκή χρονική.
 Διότι ενώ ο συγγραφέας κατά το μεγάλο τμήμα, δείχνει να ελέγχει την οικονομία του γραφήματος, μου δίνει την αίσθηση, ότι κάποτε έχει τόσο ενσωματωθεί με τον ήρωα, ώστε αναρωτιέσαι αν θα βγει αλώβητος από αυτή την αφομοίωση την σχεδόν υπερ-φυσική. Βέβαια εκ των υστέρων σε αποζημιώνει και σε καθησυχάζει η λεπτοφυής και ευλύγιστη περιγραφή ήχων, κινήσεων, οσμών, συναισθημάτων η σκέψεων αλλά και η δομή που διατηρεί την στερεότητα της.
 Ένα από τα στοιχεία που επίσης πρέπει να τονιστεί είναι πως οι ήρωες του «ΟΡΚΟΥ» ενέχουν μια σοφία, που θυμάμαι οι άνθρωποι διέθεταν παλιότερα, όχι απαραίτητα ως στοιχείο επίκτητο, μας ως συστατικό εγγενές, ανθρώπων που μαθητεύανε μέσα από τις φυσικές διαδικασίες (παρατηρώντας).
Αποδέχονταν στωικά πως «Ακόμα κι αν το νήμα καταλήγει σε ένα ποτήρι γεμάτο φαρμάκι, αξίζει να το τραβήξεις». Αυτό δημιουργεί στο βιβλίο ένα κλίμα ανάλογο προς το «βάρος» του μύθου.
 Ο Φώτης Κατσιμπούρης, κάποτε μου έδειξε το πρόσωπο ενός οικονομολόγου, που κράτησε την «οικονομία» του κειμένου σε θαυμαστό ισοστάθμισμα. Ενώ λοιπόν θα μπορούσε να παρασυρθεί από την ομορφιά των στίχων του τραγουδιού, και να αποθέσει επάνω του μέγα μέρος του κειμένου, εν τούτοις κράτησε τόσες στροφές μόνο, όσο χρειάστηκε να στηθεί η ραχοκοκαλιά του μυθιστορήματος. Και μάλιστα πολλές φορές έκανε θαυμαστή χρήση αυτής της δυνατότητας, όπως στο σημείο της σελίδας 151, όπου ο χρόνος απαλείφεται: «η κουβέντα αυτή δεν είχε ειπωθεί, ποτέ πριν, ήταν η πρώτη φορά που ακουγόταν» έτσι μετατρέπει τον ήρωα σε δημιουργό του δημώδους.
 Μεγάλο μέρος του «ΟΡΚΟΥ» καταλαμβάνει μια δράση περισσότερο εξωτερική. Από το κεφάλαιο όμως 18, αρχίζει παράλληλα με αυτήν , να λαμβάνει χώρα μια άλλου είδους κίνηση, μια υπόγεια αναστάτωση, μια ψυχική διεργασία, μια μείξη δυνάμεων φυσικών και υπερ-κείμενων.
 Εδώ είναι που θα έλθει ο χώρος να προστεθεί. Κάποτε μάλιστα θα εκτοπίζει τους ήρωες, η θα τους απορροφά, βγαίνοντας δυναμωμένοι απ’ αυτήν την χθόνια ανταλλαγή, ώστε θα αναδύονται δυναμωμένοι και θα εξίστανται…
 Για λίγο βέβαια. Διότι οι δράσεις τους, όχι πλέον απόλυτα ανθρώπινες, «μα σαν υπόγειες φυσικές διαδρομές, νόμων, που προσωποποιούνται σε πράξεις ανθρώπινες» θα αρχίζουν (ιδίως από την σελ. 263 και μετά) να μοιάζουν με δράσεις συνομολογημένες μεταξύ αντιθέτων καταστροφικών δυνάμεων, που σαν παλιοί άσπονδοι φίλοι-εχθροί, διατηρούν τον μεταξύ τους σεβασμό και την αμοιβαία αναγνώριση…..
 Κι οι προσεγγίσεις των δυνάμεων αυτών θα γίνονται με ένα ρυθμό μυστηριακό, που θα συντελείται από χθόνιες και εγκόσμιες δυνάμεις. Και θα είναι ρυθμός βαρύς, γοτθικός θα έλεγα, που θα βοηθά να αναπαρασταθεί η εποχή, χωρίς πλέον την αρωγή, τοπωνυμίων, ορολογιών επεξηγηματικών, γνώσεων ιστορικών.
 Αυτός ο ρυθμός θα είναι που σελίδα –σελίδα θα επιταχύνει, για να γίνει υπόκρουση μουσική, ώσπου να γίνει μουσική και να καταλάβει με τη δυναμική της τον χωροχρόνο μέχρι την ολοκληρωτική έκρηξη.
Αν μου έλειψε κάτι από το βιβλίο θα έλεγα πως θα ήθελα ακόμα λίγες σελίδες που θα είχαν σχέση με το τελετουργικό του «ΟΡΚΟΥ».
Στασινού Ελένη